24.11.2020
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Το ιστορικό πλαίσιο και το ιδεολογικό-θρησκευτικό υπόβαθρο
Μια μεγάλη διαμάχη, με έντονο θεολογικό υπόβαθρο, ξέσπασε στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 8ου και το πρώτο ήμισυ του 9ου αιώνα: η περίφημη Εικονομαχία, η οποία δίχασε τους κατοίκους του Βυζαντίου σε “Εικονομάχους” (ή “Εικονοκλάστες”: αυτοί που αντιμάχονταν την εικονογράφηση των αγίων προσώπων της Χριστιανοσύνης) και σε “Εικονολάτρες” (ή “Εικονόφιλους”: όσοι θεωρούσαν ότι τα ιερά πρόσωπα πρέπει να απεικονίζονται). Η σύγκρουση, που διήρκεσε σχεδόν ενάμιση αιώνα, ήταν σφοδρότατη...
Η Εικονομαχία ξεκίνησε ουσιαστικά το έτος 711 μ.Χ., όταν στον αυτοκρατορικό θρόνο του Βυζαντίου ανήλθε ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος. Με καταγωγή από τη Γερμανίκεια της Βόρειας Συρίας, ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τις νοοτροπίες και την ψυχοσύνθεση των πληθυσμών της αυτοκρατορίας που γειτνίαζαν με το διαρκώς ανερχόμενο τότε Ισλάμ. Οι ακριτικοί αυτοί πληθυσμοί, κατά βάση αγρότες, αποτελούσαν άλλωστε και την κύρια πηγή από την οποία επανδρώνονταν οι λεγόμενοι “θεματικοί” στρατοί (δηλαδή των “θεμάτων”-περιοχών που συνιστούσαν τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου), σηκώνοντας το σημαντικότερο βάρος της απόκρουσης των Αράβων, οι οποίοι όλο και περισσότερο διείσδυαν προς τη Δύση. Ήταν μία εποχή δύσκολη για την αυτοκρατορία, με πολεμικά μέτωπα προς όλες σχεδόν τις γεωγραφικές κατευθύνσεις.
Το 726 μ.Χ., και υπό την πίεση των επισκόπων της Μικράς Ασίας που δεν αποδέχονταν τις εικόνες ως λατρευτικά εργαλεία (θεωρώντας τες “ειδωλολατρικά κατάλοιπα”), ο Λέων εξέδωσε το πρώτο -και ιστορικό- διάταγμα με το οποίο αποδοκίμαζε την προσκύνηση των εικόνων ως “ψευδολατρεία”. Τα επόμενα 15 χρόνια, έως τον θάνατό του το έτος 741, υπήρξε μέγας πολέμιος των εικόνων: πάρα πολλές εικόνες, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της αυτοκρατορίας, καταστράφηκαν, το ίδιο και εκκλησιαστικά σκεύη που είχαν πάνω τους τη μορφή του Χριστού, της Παναγίας ή αγίων. Παρ' όλα αυτά, η εκστρατεία του αυτή κατά των εικόνων είχε σχετική μόνο επιτυχία, αφού σε αρκετές περιοχές -και κυρίως τις δυτικές αυτοκρατορικές επαρχίες- ιερείς και απλός λαός δεν υπάκουσαν στο διάταγμα και συνέχιζαν να χρησιμοποιούν τις εικόνες.
Μετά τον θάνατό του, ο γιος και διάδοχός του, ο Κωνσταντίνος Ε΄, ακολούθησε ακόμη πιο επιθετική κατά των εικόνων πολιτική. Εξαπέλυσε άγριο διωγμό ενάντια σε όσους συνέχιζαν να τιμούν τις εικόνες και μάλιστα συγκάλεσε την περίφημη Σύνοδο της Ιερείας (754 μ.Χ.), στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, στην οποία η εικονολατρία καταδικάστηκε και επίσημα ως “ειδωλολατρία”, ενώ αναθεματίστηκαν οι υπερασπιστές της: ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Γερμανός και ο μεγάλος θεολόγος και υπέρμαχος των εικόνων Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Αν και η Σύνοδος της Ιερείας συνεκλήθη ως Οικουμενική, εν τούτοις πέρασε αργότερα στην εκκλησιαστική ιστορία ως “ψευδοσύνοδος”, και μάλιστα αποκλήθηκε “ληστρική”· 33 χρόνια μετά, το 787 μ.Χ., την αναθεώρησε πλήρως η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας, χαρακτηρίζοντάς την ως “Καϊαφαϊκόν συνέδριον” και αναθεματίζοντάς την με την εξής φράση: “τῷ φρυαξαμένῳ συνεδρίῳ κατά τῶν σεπτῶν εἰκόνων, ἀνάθεμα”!
Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ε΄, το 775 μ.Χ., ο γιός του και νέος αυτοκράτορας, Λέων Δ΄ ο Χάζαρος (αποκλήθηκε έτσι, διότι μητέρα του ήταν η πριγκίπισσα των Χαζάρων Τσιτσέκα), συνέχισε την ίδια εικονοκλαστική πολιτική, αλλά ηπιότερα απ' ό,τι προηγουμένως ο πατέρας του. Όταν αυτός πέθανε πρόωρα, το 780, η εξουσία περιήλθε στα χέρια της συζύγου του και μητέρας του ανηλίκου γιου του, Κωνσταντίνου ΣΤ΄, της περίφημης Ειρήνης της Αθηναίας. Η Ειρήνη ήταν φανατική εικονολάτρισσα -όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών στο Βυζάντιο- και προερχόταν μάλιστα από την Αθήνα, η οποία υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα λατρείας των εικόνων. Έτσι, υπό την πίεση της αντιβασίλισσας (και ουσιαστικής αυτοκράτειρας ως την ενηλικίωση του υιού της, το 797), συγκλήθηκε η Σύνοδος της Νίκαιας (787 μ.Χ.), η οποία αποφάσισε την αναστήλωση των εικόνων. Με την εκθρόνισή της, το 802 μ.Χ., έναν χρόνο προ του θανάτου της, θεωρείται ιστορικώς ότι τελείωσε η πρώτη φάση της Εικονομαχίας, που κράτησε σχεδόν έναν αιώνα (711 – 802 μ.Χ.)...
Στο βιβλίο της Αγγελικής Κ. Μαντέλλου, “Βυζάντιο. Το ελληνικό πρόσωπο της Αυτοκρατορίας”, διαβάζουμε τα εξής ενδιαφέροντα σχετικά με τις πραγματικές ρίζες της Εικονομαχίας: “Ο Λέων αντιμετώπισε ένα πάρα πολύ σοβαρό ζήτημα, την υπερβολική λατρεία των εικόνων, που στην εποχή του λειτουργούσαν και ως νονοί κατά τη διάρκεια της βάφτισης. Όλοι οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου ή σχεδόν όλοι, όπως μετέπειτα και οι μονάρχες της Δύσης μέχρι και στις μέρες μας, θα αντιμετωπίσουν το ίδιο πρόβλημα, δηλαδή τον πληθωρικό μοναχισμό, που στο Βυζάντιο είχε φτάσει στο απόγειο, την τεράστια ανεκμετάλλευτη κτηματική και όχι μόνο περιουσία της εκκλησίας, την ανεκμετάλλευτη πολυτέλεια στα εκκλησιαστικά είδη και κυρίως πάρα πολλούς άνδρες, ακόμα και αυτοκράτορες, που κατέφευγαν στα μοναστήρια και δεν συμμετείχαν στην άμυνα της χώρας. Έτσι, ο αυτοκράτορας επηρεάστηκε από τη μεγάλη δύναμη της εκκλησίας, που κατ' επανάληψη αναφέρθηκε ότι ήταν συναυτοκρατορία, γιατί το Βυζάντιο ήταν θρησκευτική αυτοκρατορία ενίοτε υπερβολικά θρησκευόμενη μέχρι και θρησκόληπτη. Εκείνη την περίοδο είχε κάνει την εμφάνισή του το Ισλάμ ως νέα θρησκεία τόσο στρατιωτικά με τους Άραβες όσο και ιδεολογικά και θρησκευτικά. Ο Ίσαυρος, επηρεασμένος από την ανεικονική λατρεία των μουσουλμάνων, που είχαν κληρονομήσει ή τουλάχιστον αντιγράψει από τους Εβραίους, ήθελε να μειώσει τη δύναμη της εκκλησίας και να ενισχύσει τη δύναμη του κράτους με περισσότερους άνδρες στο στρατό και λιγότερους στα μοναστήρια”.
Ο νομικός και ιστορικός αναλυτής Φώτιος Μπαμπάνης, στο έργο του “Συγκριτική ιστορία Βυζαντίου και Μεταπολίτευσης”, δίνει μία άλλη, βαθύτερη, ερμηνεία στον διχασμό εκείνο του ελληνικού μεσαίωνα. Γράφει χαρακτηριστικά: “Βέβαια, αυτό το γεγονός αποτελούσε την επιφάνεια. Στην πραγματικότητα ακολούθησε μία σκληρή αντιπαράθεση, η οποία οδήγησε σε εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις και μετά τον θάνατο του Λέοντος του Γ΄. Συνεχίστηκαν δηλ. και από τους διαδόχους της δυναστείας των Ισαύρων, όντας ουσιαστικά συγκρούσεις ανάμεσα στον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας και στους Έλληνες που κατοικούσαν στην κυρίως Ελλάδα. Αυτοί οι τελευταίοι, έχοντας σαφείς επιδράσεις από την Πατρώα Θρησκεία των 12 Θεών, αντέδρασαν δυναμικά διότι ναι μεν εβαφτίστηκαν και εδέχθησαν τον Χριστιανισμό, πλην όμως ήθελαν τις εικόνες, διότι ακριβώς ήταν επηρεασμένοι από τα αγάλματα στους ναούς της Αρχαίας Πατρώας Θρησκείας”...
Αν και η Ειρήνη επανάφερε τις εικόνες, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ που την ανέτρεψε ακολούθησε εικονομαχική πολιτική, ηπιότερη πάντως από εκείνη του Κωνσταντίνου Ε΄. Ξεκίνησε μ' αυτό τον τρόπο η δεύτερη περίοδος της Εικονομαχίας, ιδιαίτερα μετά την ανάληψη της βυζαντινής εξουσίας από τον Λέοντα Ε΄ τον Αρμένιο, που κυβέρνησε από το 813 έως το 820 μ.Χ. Ο νέος αυτοκράτορας -που όπως κι ο Κωνσταντίνος Ε΄ μερικές δεκαετίες πιο πριν ανασυγκρότησε τον στρατό και διεξήγε επιτυχείς πολεμικές εκστρατείες- ζήτησε από τον τότε Πατριάρχη Νικηφόρο να αναθεωρήσει την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία είχε αποκαταστήσει τις εικόνες. Μία νέα οξύτατη ενδοβυζαντινή σύγκρουση ξεκινούσε...
Ο Πατριάρχης εκείνος, αν και μετριοπαθής, αναγκάστηκε να συγκαλέσει άρον-άρον μία Σύνοδο εκ των ενόντων, που ήσαν κυρίως μοναχοί εχθρικοί απέναντι στις εικόνες. Ο μοναχός, και μετέπειτα Άγιος της Εκκλησίας, Θεόδωρος Στουδίτης, τέθηκε επικεφαλής των εικονόφιλων, οι οποίοι στην πράξη ακύρωσαν την ως άνω Σύνοδο. Εξοργισμένος ο αυτοκράτορας, έθεσε σε προσωρινή παύση τον Νικηφόρο (που κατέφυγε έκτοτε σε μοναστήρι), τη θέση του οποίου πήρε ο εικονομάχος Θεόδοτος. Τελικά, το 815 έλαβε σάρκα και οστά μία ακόμη βιαστική εικονοκλαστική Σύνοδος, μέσα στον ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καταδίκασε ξανά τις εικόνες. Μετά την επαναστήλωση των εικόνων όμως, τα πρακτικά αυτής της Συνόδου καταστράφηκαν και μόνο η απόφασή της διασώθηκε σ' ένα από τα απολογητικά έργα του Πατριάρχη Νικηφόρου...
Η νέα αυτή περίοδος της Εικονομαχίας στηριζόταν στην πεποίθηση ότι η μεταβίβαση της εξουσίας από τους άνδρες σε μία γυναίκα (την Ειρήνη την Αθηναία) ήταν που έφερε την αποκατάσταση των “νεκρών εικόνων”, κι αυτό συνέβη εξαιτίας της “γυναικείας απλότητας”! Φυσικά, όπως είχε συμβεί και κατά την πρώτη εικονοκλαστική φάση, οι εικόνες χαρακτηρίστηκαν ως “είδωλα και έργα του διαβόλου” και μια σειρά από καινούριες καταστροφές εικόνων ακολούθησε. Το Βυζάντιο διχάστηκε για μία ακόμη φορά, δεύτερη μάλιστα συνεχόμενη για το ίδιο θέμα, και έναν περίπου αιώνα μετά την απαρχή της πρώτης περιόδου της Εικονομαχίας.
Τα Χριστούγεννα του 820 ο αυτοκράτορας Λέων δολοφονήθηκε από τον παλιό του συνεργάτη και μετέπειτα ανταγωνιστή του, τον στρατηγό Μιχαήλ τον Τραυλό. Αυτός ο τελευταίος ανέλαβε τον θρόνο και, όντας αδιάφορος για τα θεολογικά ζητήματα, κράτησε μεν τις αποφάσεις που είχαν παρθεί κατά των εικόνων μερικά χρόνια προηγουμένως, αλλά παράλληλα ανακάλεσε από την εξορία τους εικονολάτρες, όπως π.χ. τον πρώην Πατριάρχη Νικηφόρο (που πάντως δεν τον απεκατέστησε στη θέση του) και τον Θεόδωρο Στουδίτη. Ουσιαστικά, κράτησε μία ενδιάμεση στάση: οι εικόνες δεν έπρεπε να προσκυνούνται σε δημόσια θέα, επιτράπηκε όμως η κατ' ιδίαν προσκύνησή τους σε σπίτια ή μοναστήρια.
Μεταξύ των ετών 826 και 829, πέθαναν τόσο ο Θεόδωρος Στουδίτης, όσο και ο πρώην Πατριάρχης Νικηφόρος και, τέλος, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ. Ο γιος και διάδοχος του τελευταίου, Θεόφιλος, αντίθετα από τον πατέρα του, δεν ήταν καθόλου αδιάφορος για τα θρησκευτικά ζητήματα. Το 832 απαγόρευσε καθολικά τη λατρεία των εικόνων, δηλαδή την προσκύνησή τους, τους ασπασμούς και την προσαγωγή φώτων. Την επόμενη χρονιά Πατριάρχης αναδείχτηκε ο δάσκαλος του αυτοκράτορα Ιωάννης Γραμματικός, φανατικός εικονομάχος, ο οποίος διοργάνωσε νέα Σύνοδο στην εκκλησία των Βλαχερνών, στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αναθεμάτισε εκ νέου τις εικόνες· παράλληλα, βασιλικό διάταγμα απαγόρευσε ρητά τη χρήση των εικόνων, ενώ διατάχθηκε η αφαίρεσή τους από παντού. Κι όμως, παρ' όλα αυτά, η ίδια η οικογένεια του Μιχαήλ υπήρξε εικονολατρική: τόσο η γυναίκα του, Θεοδώρα, όσο και η πεθερά του και οι κόρες του λάτρευαν κρυφά τις εικόνες μέσα στο παλάτι...
Χρειάστηκε να περάσει περίπου μία δεκαετία, για να έρθει η τελική λύση στο πρόβλημα. Το 842 μ.Χ. ο Θεόφιλος πέθανε και τον διαδέχτηκε ο ανήλικος γιος του, Μιχαήλ Γ΄. Όλη την εξουσία όμως ασκούσε πλέον η χήρα του, η βασίλισσα Θεοδώρα, η οποία σήμερα τιμάται ως Αγία Θεοδώρα Αυγούστα από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Πατριάρχης Ιωάννης Γραμματικός απομακρύνθηκε άμεσα από τον θώκο του, διωκόμενος μάλιστα και δια της βίας από την πόλη, ενώ χωρίς καθυστέρηση συγκλήθηκε νέα Σύνοδος, η οποία επανέφερε τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, του 787 μ.Χ., υπέρ των εικόνων. Ο νέος Πατριάρχης, Μεθόδιος, ήταν που ανέλαβε το έργο της αναστήλωσης των εικόνων, για δεύτερη φορά μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες, ενώ η 19η Φεβρουαρίου του 843, που ήταν η πρώτη Κυριακή των νηστειών, εορτάστηκε μεγαλοπρεπώς ως εορτή της Ορθοδοξίας· έκτοτε, και κάθε χρόνο, η πρώτη Κυριακή των νηστειών γιορτάζεται ως “Κυριακή της Ορθοδοξίας”.
Η αναστήλωση αυτή των εικόνων συνδέθηκε και με τον φοβερό διωγμό που άρχισε αμέσως κατά των Παυλικιανών -ή Παυλιανιτών- της Μικράς Ασίας (από τους οποίους αργότερα προήλθαν οι Βογόμιλοι των Βαλκανίων και οι Καθαροί της Δύσης). Οι θιασώτες της αίρεσης του Παυλικιανισμού ήταν φανατικά ταγμένοι κατά των εικόνων, πλην όμως αποτελούσαν ακριτικούς κατά βάση πληθυσμούς, ασπίδα της αυτοκρατορίας στην απειλή των Αράβων και του Ισλάμ. Μετά τις εναντίον τους διώξεις, είναι ειρωνεία ότι οι σημαντικότεροι εκ των Παυλικιανών κατέφυγαν στους Άραβες και από πρόμαχοι του Βυζαντίου μετατράπηκαν σε εχθρούς του...
Παρ' όλα αυτά, η αναστήλωση των εικόνων το 842/843 μ.Χ. δεν προκάλεσε άλλες σημαντικές αντιδράσεις. Δεν είχαμε δηλαδή την ίδια αντίσταση που υπήρξε μετά την πρώτη αναστήλωση -εκείνη της Ειρήνης- κατά των εικόνων. Φαίνεται, λοιπόν, ότι στη δεύτερη αυτή περίπτωση συνέβη κάποιου είδους συμβιβασμός. Πράγματι, στην Ορθοδοξία έχουμε έκτοτε την τίμηση των εικόνων μόνο, και όχι των αγαλμάτων όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα (αλλά και στην καθολική Δύση, έως σήμερα). Προσκύνηση αγαλμάτων στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αδιανόητη. Πάντως, δύο γυναίκες -η Ειρήνη πρώτα και η Θεοδώρα μετά- έπαιξαν τον πιο σπουδαίο ρόλο στην αποκατάσταση των εικόνων· σ' αυτές τις δύο, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται το ότι ακόμη και τώρα, τόσους αιώνες μετά, η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τις εικόνες.
Η απεικόνιση μορφών: είδωλα και εικόνες
Είναι η εικόνα, “είδωλο”; Σχετίζεται, δηλαδή, η χριστιανική εικονογραφία με την αρχαία ελληνική (την “ειδωλολατρική”) απεικόνιση του θείου; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που απασχολεί εδώ και αιώνες τους μελετητές του θέματος. Ενός θέματος πολυδιάστατου και πολυσήμαντου, αφού έχει να κάνει άμεσα με τις ίδιες τις καταβολές της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, τον συσχετισμό της ή μη με τα αρχαιοελληνικά θρησκευτικά δρώμενα...
Ας δούμε τι λέει η ίδια η παράδοση... Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μέγας Πατέρας της Εκκλησίας, συγγραφεύς του δογματικού έργου “Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως”, στον Περί εικόνων δεύτερο λόγο του, κεφ. 19, αναφέρει τα εξής βασικά επιχειρήματα των εικονολατρών: “Εφόσον προσκυνώ και σέβομαι το σταυρό και τη λόγχη, τον κάλαμο και τον σπόγγο, με τα οποία οι θεοκτόνοι Ιουδαίοι προσέβαλαν και σκότωσαν τον Κύριό μου, γιατί όλα αυτά στάθηκαν όργανα του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων, πώς να μην προσκυνήσω και τις εικόνες που κατασκευάζουν οι πιστοί με αγαθή προαίρεση και με σκοπό τη δοξολογία και την ανάμνηση των παθημάτων του Χριστού; Και εφόσον προσκυνώ την εικόνα του σταυρού που κατασκευάζεται από οποιοδήποτε υλικό, πώς να μην προσκυνήσω την εικόνα του Χριστού που κατέστησε σωτήριο τον σταυρό; Ότι δεν προσκυνώ την ύλη είναι φανερό, διότι, αν καταστραφεί το εκτύπωμα ενός σταυρού που είναι κατασκευασμένος από ξύλο, παραδίδω το ξύλο στη φωτιά. Το ίδιο συμβαίνει και με το ξύλο των εικονισμάτων, όταν αυτά καταστραφούν”.
Πράγματι, στο κύριο επιχείρημα των εικονομάχων, ότι δηλ. η εικόνα του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων είναι “απερίγραπτος” (δεν μπορεί να γίνει περιγραφή της), οι εικονολάτρες αντέτασσαν το εξής αντεπιχείρημα: Ο Χριστός ήταν Θεάνθρωπος, έζησε δηλ. 33 χρόνια επί της Γης και τον είχαν δει, μεταξύ άλλων, και οι μαθητές του. Πώς, λοιπόν, να μην περιγραφεί κάτι το οποίο υπήρξε ως υλική μορφή του τρέχοντος βίου της εποχής του, ενώ μάρτυρες της μορφής αυτής έγιναν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι την είδαν δια ζώσης; Απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς είχε ζωγραφίσει την Παναγία όσο ζούσε, αλλά και μετά τον θάνατό της, ενώ λέγεται ότι είχε κάνει και πορτρέτο του Ιησού Χριστού.
Σημειώνουμε ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αυτός ο ειδικότερος ίσως στο θέμα των εικόνων, διακρίνει έξι είδη εικόνων: α) τη φυσική εικόνα, όπως είναι π.χ. ο Υιός ως εικόνα του Πατρός· β) τον σχεδιασμό και την προαιώνια βούληση του Θεού· γ) τον άνθρωπο, ο οποίος είναι εικόνα Θεού· δ) τη ζωγραφική εικόνα, η οποία αναπλάθει σχήματα, μορφές και τύπους των αοράτων και ασωμάτων (τα οποία παρίστανται σχηματικά για να κατανοούνται έτσι αμυδρά ο Θεός και οι άγγελοι)· ε) την προεικόνιση στην Παλαιά Διαθήκη, όπως είναι π.χ. η βάτος που -κατά τους Πατέρες- προοιωνίζει τη Θεοτόκο· στ) εκείνη που γίνεται για την ανάμνηση ενός γεγονότος ή ενός θαύματος ή μιας αρετής, γίνεται δε είτε δια του γραπτού λόγου είτε με την αισθητή θεωρία.
Τι είναι όμως το είδωλο; Κατά την Αγία Γραφή, είδωλο είναι εκείνο που κατασκευάζεται με σκοπό να λατρευτεί ως “θεός”. Ανύπαρκτες, δηλαδή, οντότητες ή και πραγματικές -όπως π.χ. ζώα, πτηνά κτλ. σε κάποιους πρωτόγονους λαούς-, για τις οποίες οι πρώιμοι πολιτισμοί του ανθρώπου δημιούργησαν τιμητικά-λατρευτικά τοτέμ, με τα συνακόλουθά τους ταμπού: ξόανα, κατασκευασμένα συνήθως από ξύλο, τα οποία απεικονίζουν σκεπτομορφές ή ψεύτικες θεότητες, και στα οποία οι παλαιότεροι άνθρωποι απέδιδαν θείες ιδιότητες. Ο τοτεμισμός πέρασε αργότερα και στην ελληνική θρησκεία, εκλεπτυσμένος όμως και με ανώτερο μυθιστορικό περιεχόμενο, εξ ου και οι πρώτοι Χριστιανοί κατέστρεφαν τα αρχαία ελληνικά είδωλα ως “κενά θεϊκού περιεχομένου” και ως “όργανα του Σατανά”.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Όσιος Αγάπιος ο ιερομόναχος, στο περίφημο “Πηδάλιό” τους, που αποτελεί συλλογή κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας (εκπονήθηκε περί τα τέλη του 18ου αιώνα), αναφέρουν σαφώς τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην εικόνα και το είδωλο: “Άλλο είναι είδωλον, άλλο άγαλμα, και άλλο εικών. Το γαρ είδωλον διαφέρει από την εικόνα, καθ' ο η μεν εικών αληθούς πράγματος και είναι ομοιότης, το δε είδωλον, ψευδούς και ανυπάρκτου πράγματος, και πρωτοτύπου ομοίοσις εστί, κατά τον Ωριγένην και Θεοδώρητον, καθώς ήτο τα είδωλα των ψευδών και ανύπαρκτων θεών”.
Άλλη μια πολύτιμη μαρτυρία υπέρ των εικόνων αποτελούν τα παρακάτω γραφόμενα του Μεγάλου Βασιλείου σε επιστολή που συνέγραψε προς τον Ιουλιανό τον Παραβάτη: “...τους χαρακτήρες [εικόνες] των αποστόλων, των προφητών και των αγίων τιμώ και προσκυνώ, κατ' εξαίρετον τούτων παραδεδομένων εκ των αγίων αποστόλων και ουκ απαγορευμένων, αλλ' εν πάσαις εκκλησίαις ημών του των ανιστορουμένων”.
Επίσης, ο Άγιος Λεόντιος Κύπρου, στον 5ο λόγο Προς Ιουδαίους αναφέρει τα παρακάτω αξιοπρόσεκτα: “Ούτε από εμάς προσκυνούνται ως θεοί οι μορφές και οι εικόνες και οι τύποι των αγίων... έτσι και εμείς, τα παιδιά των Χριστιανών, προσκυνώντας τον τύπο του σταυρού, δεν προσκυνούμε την φύση του ξύλου”... Και προσέθεσε ο ίδιος στις εναντίον των Χριστιανών κατηγορίες των Εβραίων (ότι δηλ. είναι ειδωλολάτρες, επειδή τιμούν τις εικόνες) τα ακόλουθα: “Όταν λοιπόν δεις Χριστιανό να προσκυνά τον σταυρό, να ξέρεις ότι δεν προσκυνά την φύση του ξύλου, αλλά για τον Χριστό που σταυρώθηκε. Γιατί αλλιώς θα προσκυνούσαμε όλα τα δέντρα του αγρού”.
Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως ή Αιγίνης (κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς, 1846-1920) συνέγραψε την εργασία “Μελέτη περί των αγίων εικόνων”, το 1902. Αξίζει να παραθέσουμε ένα πολύ χαρακτηριστικό κομμάτι του ως άνω σπουδαίου πονήματος του αγίου:
“Η προσκύνηση των Αγίων Εικόνων δεν είναι αντίθετη με τη δεύτερη Εντολή του νόμου του Δεκαλόγου: «Δε θα κάνεις για τον εαυτό σου είδωλο ούτε ομοίωμα κανενός απ’ όσα βρίσκονται στον Ουρανό άνω και στη γη κάτω και όσα στα ύδατα κάτω από τη γη δε θα τα προσκυνήσεις αυτά ούτε θα τα λατρέψεις». Η εντολή αυτή απαγορεύει την κατασκευή και προσκύνηση των ειδώλων των ψεύτικων θεών, που κατασκευάζονται ή από τη φαντασία ή με ομοιότητα με τα κτίσματα, στον ουρανό στη γη και στη θάλασσα. Την εντολή αυτή παραβαίνουν όσοι θεοποιούν την κτίση και τη λατρεύουν στα γλυπτά είδωλα, όταν καταντούν στην ειδωλολατρεία, τη φυσιολατρεία ή κτισματολατρεία. Την παραβαίνουν οι λάτρες του μαμωνά, που θεοποιούν την ύλη επειδή τους παρέχει τις απολαύσεις και την καλοζωΐα. [...] Επίσης παραβάτες της εντολής αυτής είναι και αυτοί που στήνουν είδωλα στις καρδιές τους και με περιπάθεια τα λατρεύουν, έχοντας αποβάλει κάθε αγάπη προς το Θεόν με το να προσφέρουν τη λατρεία που οφείλουν προς το Θεό, στο είδωλο της δικής τους καρδιάς. Αυτοί που αποδίδουν στη φύση τα θεία ιδιώματα παραβαίνουν κι αυτοί τη δεύτερη Εντολή όπως και όλοι που θεοποιούν τους εαυτούς τους πιστεύουν στον εαυτό τους και ελπίζουν στη δύναμη του πλούτου τους δηλαδή οι εγωϊστές, οι υπερήφανοι και οι όμοιοι μ’ αυτούς.
Η προσκύνηση της Εικόνος του αποκαλυφθέντος Θεού όπως και η Εικόνα της Θεομήτορος, των Αποστόλων και των αγίων Πάντων δεν είναι καθόλου αντίθετη με το πνεύμα της δεύτερης Εντολής. Η Εντολή αυτή απαγορεύει ρητά την ειδωλολατρία. Δηλαδή τη λατρεία των ψεύτικων θεών, τη φυσιολατρία και κτισματολατρεία, όχι όμως την προσκύνηση της Εικόνας του αληθινού Θεού και των Αγίων που δοξάστηκαν από Αυτόν.
Η Εικόνα του Σωτήρα Ιησού Χριστού δεν είναι είδωλο ψεύτικου Θεού, που πλάστηκε από ανθρώπινα χέρια ούτε άγαλμα που θεοποιήθηκε, ούτε Εικόνα της φύσης ή κάποιου κτίσματος του Ουρανού, της γης ή των υδάτων κάτω από τη γη, αλλά είναι Εικόνα του ίδιου του Θεού που αποκαλύφθηκε, του Θεού του Ιεχωβά, που έδωσε το Νόμο και την εντολή «Δε θα κάνεις για τον εαυτό σου είδωλο». Δεν προσφέρουμε τη λατρεία στην Εικόνα ούτε την τιμούμε ως Θεό, αλλά προσφέρουμε τιμητική προσκύνηση την οποία αναφέρουμε στο πρωτότυπο. Το είδωλο αποσπά αυτόν που το λατρεύει από τον αληθινό Θεό, αλλά η Εικόνα του Σωτήρα, της Θεοτόκου και όλων των Αγίων όχι μόνο δε μας αποσπούν από τον αληθινό Θεό αλλά μας ανυψώνουν προς Αυτόν και μας υπενθυμίζουν τις θείες ευσπλαχνίες στη ζωή, την ενανθρώπηση του Σωτήρα, τα σωτήρια πάθη αυτού, τη Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη στους Ουρανούς και γενικά όλη τη φροντίδα για τη σωτηρία μας προτρέποντάς μας να μιμηθούμε την αρετή των Αγίων. Οι Εικόνες μάς οδηγούν προς τον αληθινό Θεό παρά απομακρύνουν από Αυτόν τους πιστούς λάτρεις του Κυρίου κι επειδή δεν είναι είδωλα ψεύτικων θεών ούτε εικόνες κτισμάτων που οδηγούν στην κτισματολατρεία, αλλά ιερές Εικόνες του αποκαλυφθέντος Θεού, της Θεομήτορος και των Αγίων, που δοξάσθηκαν από το Θεό. Γι’ αυτό δεν είναι αντίθετες στην εντολή, αλλά και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απαγορευμένες στους πιστούς”.
Μία πολύ φωτισμένη μορφή της σύγχρονης Ορθοδοξίας, ο πατήρ Αντώνιος Αλεβιζόπουλος (1931-1996), αναφέρει στο βιβλίο του “Η Ορθοδοξία μας” τα εξής σημαντικά: “...οι χριστιανοί που βλέπουν τις άγιες εικόνες φέρουν στην μνήμη τους και επιποθούν το «πρωτότυπον», δεν μένουν στην θέα της εικόνος, δεν ταυτίζουν την εικόνα με το πρωτότυπο. Έτσι ο ασπασμός, η προσκύνηση των αγίων εικόνων αποτελεί πράξη τιμής και σεβασμού, όχι λατρεία· η λατρεία αρμόζει μόνο στην θεία φύση. Η τιμή των αγίων εικόνων μεταβαίνει στο πρωτότυπο, αυτός που προσκυνεί την εικόνα, προσκυνεί την υπόσταση του εικονιζόμενου”.
Σωστά, λοιπόν, ο πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Κων. Νιάρης, στην εργασία του “Άγιος Νεκτάριος”, και στο σχετικό περί εικόνων κεφάλαιο, αναφέρει τα εξής: “Οι αιρετικοί, σχεδόν κατά κανόνα, αποκαλούν τους ορθόδοξους χριστιανούς «ειδωλολάτρες». Λέγοντας αυτό πιστεύουν, είτε από άγνοια περί της Ορθόδοξης πίστης είτε από σκόπιμη διαστρέβλωση, δύο πράγματα τα οποία εμείς ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν πιστεύουμε [...] Ότι δήθεν η «εικόνα» είναι «είδωλο», και ότι δήθεν τα λατρεύουμε”. Και συμπληρώνει λίγο παρακάτω ο π. Δημήτριος Νιάρης: “Κατά την ορθόδοξη πίστη, η Λατρεία αποδίδεται μόνο στον Τριαδικό Θεό, ενώ τιμάμε το εικονιζόμενο πρόσωπο του αγίου, στο οποίο και μεταβαίνει η τιμή”.
Αυτά λέει η Ορθοδοξία για το θέμα των εικόνων, λοιπόν... Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα; Τι ακριβώς έγινε το 842/843 μ.Χ., όταν η Εικονομαχία έληξε, με την αποκατάσταση-αναστήλωση των εικόνων; Το θέμα είναι, πράγματι, βαθύτερο και ουσιωδέστερο.
Το είδωλο είναι μία τρισδιάστατη απεικόνιση μορφής-προσώπου. Η εικόνα, όχι· είναι δισδιάστατη. Ενώ, δηλαδή, το είδωλο (ως άγαλμα, προτομή, ανδριάντας κτλ.), όπως μας είναι γνωστό μέσα από την ιστορία και την τέχνη των αρχαίων λαών, έχει τρεις διαστάσεις -μήκος, πλάτος και ύψος (ή βάθος)-, αντιθέτως η εικόνα έχει μόνο δύο διαστάσεις· διαθέτει μεν μήκος και πλάτος, αλλά στερείται του ύψους (βάθους). Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, δεν μπορεί οι δύο έννοιες να ταυτίζονται: το είδωλο είναι, στην πραγματικότητα, προσπάθεια αντιγραφής του πρωτότυπου, σε όλες του τις χωρικές διαστάσεις, ενώ η εικόνα αποτελεί απλώς μία αποτύπωση της στιγμής, κάτι δηλ. σαν τη σημερινή φωτογραφία. Άρα, συμπερασματικά, το είδωλο ως απομίμηση του προσώπου δύναται να καταστεί λατρευτικό αντικείμενο... Η εικόνα όμως, που δεν αποτελεί απόπειρα αναπαραγωγής της γνήσιας μορφής, είναι απολύτως αδύνατο ως εκ τούτου να αποτελέσει αντικείμενο λατρείας! Δεν είναι αντίγραφο προσώπου, είναι απλώς ένα στιγμιότυπό του.
Πάνω σ' αυτή τη βάση, επομένως, πραγματοποιήθηκε ο συμβιβασμός του 842/843 μ.Χ., με τη λήξη της Εικονομαχίας. Η “εικών” δεν έχει σχέση με το “είδωλον”. Άρα, δεν μπορεί να συνιστά ειδωλολατρία η τίμηση και προσκύνηση των ιερών εικόνων της Χριστιανοσύνης· είναι απλώς και μόνο ένδειξη σεβασμού προς το πρόσωπο που αντιπροσωπεύεται μέσω της εικόνας, δεν είναι η ίδια η εικόνα το πρόσωπο. Αντίστροφα, το είδωλο αποτελεί όντως ειδωλολατρία, στον βαθμό που -ως δοκιμή αντιγραφής του πρωτοτύπου- προσπαθεί να αντανακλά όλες τις λεπτομέρειες, συμμετρίες, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δομής (του προσώπου, του σώματος κτλ.) της μορφής από την οποία εμπνέεται. Ένα άγαλμα του Χριστού, όπως συμβαίνει στον καθολικό κόσμο, ενδεχομένως να αποτελεί ειδωλολατρία· μία εικόνα όμως της Ορθοδοξίας, με το ίδιο θέμα, δεν συνιστά είδωλο σε καμία περίπτωση.
Comments