4.5.2021
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Ως άμεσοι προάγγελοι των πιο πρόσφατων εθνικιστικών και πατριωτικών ομάδων δράσης, πολλοί θεωρούν τις αντίστοιχες δυναμικές οργανώσεις της δεκαετίας του 1970, τις κατά τους πάσης φύσεως αριστεριστές “φασιστικές” οργανώσεις. Αυτές οι ομάδες είχαν ουσιαστικά δημιουργηθεί ως εθνικοπατριωτικός αντίκτυπος στις οργανώσεις βίας και τρόμου της άλλης πλευράς, οι οποίες δρούσαν εκείνη τη χρονική περίοδο με εντυπωσιακές πολλές φορές ενέργειες (βλ. δολοφονία σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Ρίτσαρντ Γουέλς, αλλά και δολοφονίες των πρώην αστυνομικών επιθεωρητών-”βασανιστών της χούντας” Ευάγγελου Μάλλιου και Πέτρου Μπάμπαλη). Πάντως, το θέμα των οργανώσεων αυτού του τύπου, του πατριωτικού χώρου, πάει ακόμα πιο πίσω, έχοντας τις ρίζες του σε δύο μείζονα εθνικά θέματα του ελληνισμού: το Βορειοηπειρωτικό και το Κυπριακό.
Ο ελληνισμός της Νότιας Αλβανίας-Βορείου Ηπείρου, αν και συμπαγής στις αρχές του 20ού αιώνα, παραδόθηκε από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής στο αλβανικό κράτος, αποσπώμενος από τον ελληνικό εδαφικό εθνικό κορμό. Παρά την προδοσία των εν Ελλάδι πολιτικάντηδων της δεκαετίας του 1910, ο βορειοηπειρωτικός ελληνισμός αντέδρασε, διεκδικώντας την ενσωμάτωσή του στη μητέρα-πατρίδα! Εν τέλει, οι μεγάλες δυνάμεις και η Αλβανία αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν μία σημαντική αυτονομία στους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου -μέσα στα πλαίσια βεβαίως της αλβανικής επικράτειας-, η οποία έδινε στους ανθρώπους αυτούς τη δυνατότητα να εκπροσωπούνται στο ελληνικό κοινοβούλιο και να έχουν άμεση επαφή με την ελληνική πραγματικότητα.
Εν τούτοις, ο εθνικός διχασμός που ξέσπασε στην Ελλάδα αμέσως μετά (βασιλικοί εναντίον βενιζελικών) και τα πολεμικά γεγονότα του καιρού (Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, Μικρασιατική εκστρατεία) έδωσαν την ευκαιρία στους Αλβανούς -με την ανοχή των μεγάλων δυνάμεων- να άρουν την αυτονομία των Ελλήνων μειονοτικών και να προσπαθήσουν έκτοτε να τους αφομοιώσουν πολυποίκιλα στο αλβανικό έθνος. Η ενοχική στάση της ελληνικής πολιτείας έναντι του καταδυναστευόμενου ελληνικού στοιχείου της Αλβανίας οδήγησε όλες απολύτως τις κυβερνήσεις των Αθηνών σε μία απαράδεκτη αδιαφορία για την τύχη των εν λόγω ομοεθνών μας, με συνέπεια ο άλλοτε σφριγηλός ελληνικός πληθυσμός της περιοχής να συρρικνωθεί από τα 400.000 άτομα της ψυχροπολεμικής περιόδου σε μόλις 58.000 τη δεκαετία του 1990, αμέσως μετά την πτώση του σοβιετικού μπλοκ...
Μία τελευταία αναλαμπή υπήρξε η δράση της οργάνωσης ΜΑΒΗ [Μέτωπο Απελευθερώσεως Βορείου Ηπείρου], η οποία έδρασε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 στον γεωγραφικό χώρο της Βορείου Ηπείρου με στόχο την προστασία των Ελλήνων της περιοχής επί ιταλικής και γερμανικής κατοχής της Αλβανίας. Όταν ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το αλβανικό έδαφος (Απρίλιος 1941), μετά την επιτυχή απόκρουση της ιταλικής επίθεσης και τη γερμανική εισβολή σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα, ομάδες ατάκτων Αλβανών, αλλά και Ιταλών στρατιωτών, άρχισαν να διαπράττουν βιαιότητες και ωμότητες κατά των Ελλήνων της Αλβανίας. Γι' αυτό τον λόγο οι Βορειοηπειρώτες προέβησαν στην οργάνωση αντάρτικων ομάδων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωματική ακεραιότητα και ο ελληνικός χαρακτήρας των συμπατριωτών τους.
Οι ομάδες αυτές, που ιδρύθηκαν χάρη στην πρωτοβουλία των ντόπιων αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, Σπυρίδωνα Λύτου και Ιωάννη Βιδέλη, τον Μάιο του 1942, ενοποιήθηκαν το καλοκαίρι της ίδιας χρόνιάς σε μία ενιαία οργάνωση: το ΜΑΒΗ. Αν και το βορειοηπειρωτικό αντάρτικο ξεκίνησε από το Δέλβινο, γρήγορα εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές: στη Δρόπολη, τη Χειμάρρα, την Αυλώνα, την Κορυτσά, και αλλού. Επικεφαλής του ΜΑΒΗ τέθηκε ο Βασίλειος Σαχίνης (1894-1943), με καταγωγή από τη Δούβιανη της Δρόπολης, στενός άλλοτε συνεργάτης του Γεωργίου Χρηστάκη-Ζωγράφου, προέδρου της προσωρινής κυβέρνησης της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου (1914). Το αρχηγείο του ΜΑΒΗ υπήρξε καθ' όλη αυτή την περίοδο μία εκκλησία της Γλύνας -χωριού του νομού Αργυροκάστρου-, ο Άγιος Δημήτριος.
Η πατριωτική δράση του ΜΑΒΗ ήταν την εποχή εκείνη σπουδαία, αφού κατόρθωσε να εκδιώξει τους Αλβανούς και Ιταλούς επιβουλείς από τις περιοχές όπου ζούσαν Βορειοηπειρώτες, ενώ παράλληλα τιμωρούσε κάθε δωσιλογικό στοιχείο που δρούσε εις βάρος των συμφερόντων του τοπικού ελληνισμού. Για την επίτευξη των στόχων του, συνεργαζόταν στενά με τον Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο (ΕΔΕΣ), που δρούσε την ίδια περίοδο στην κατεχόμενη Ελλάδα, ωστόσο αντιμετώπισε την εχθρότητα των Ελλήνων κομμουνιστών, αν και η Αλβανία δεν είχε γίνει ακόμη κομμουνιστική, αλλά βρισκόταν υπό φασιστική κατοχή· έτσι, ο ελεγχόμενος από το ΚΚΕ Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) πρόδωσε τα σχέδια, τις κρυψώνες, τα ονόματα κτλ. του ΜΑΒΗ στους ομοϊδεάτες του Αλβανούς του Μπάλι Κομπετάρ (Εθνικού Μετώπου), με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να επιτεθούν αιφνιδιαστικά και σφόδρα κατά των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών και, τελικά, να εξαρθρώσουν πλήρως το ΜΑΒΗ... Ο αρχηγός της οργάνωσης, Σαχίνης, έπεσε στα χέρια των Αλβανών κομμουνιστών, οι οποίοι στις 17 Νοεμβρίου 1943 τον εκτέλεσαν. Το δε χωριό Γλύνα, που αποτέλεσε τη βάση του ΜΑΒΗ, πυρπολήθηκε, ενώ λίγο καιρό αργότερα την εξουσία στην Αλβανία ανέλαβαν οι κομμουνιστές υπό τον Ενβέρ Χότζα.
Πολλά χρόνια αργότερα, μία οργάνωση με το ίδιο όνομα (ΜΑΒΗ), που ισχυριζόταν ότι “νεκρανέστησε” το παλιό ΜΑΒΗ της περιόδου 1942-1943, χτύπησε αλβανικούς στόχους στην Ελλάδα (το 1984 και το 1991), αλλά και μέσα στην Αλβανία. Αυτή η τελευταία επίθεση, που έλαβε χώρα στις 10 Απριλίου 1994, προκάλεσε μεγάλη κρίση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Συγκεκριμένα, ομάδα ενόπλων εισέβαλλε από το ελληνικό στο αλβανικό έδαφος, πραγματοποιώντας επιδρομή στο αλβανικό κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων που βρίσκεται δίπλα στο βορειοηπειρωτικό χωριό Άνω Επισκοπή της περιοχής Δρόπολης. Οι εισβολείς σκότωσαν έναν αξιωματικό και έναν στρατιώτη του αλβανικού στρατού, τραυματίζοντας ακόμη τρεις, ενώ αφαίρεσαν μέρος του οπλισμού του στρατοπέδου. Με προκήρυξή της στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” των Αθηνών, η οργάνωση ΜΑΒΗ ανέλαβε την ευθύνη για το αιματηρό επεισόδιο της Επισκοπής, ισχυριζόμενη ότι μάχεται για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου. Η οργάνωση απέστειλε μάλιστα και σχετική φωτογραφία με τον οπλισμό που έκλεψε από το αλβανικό στρατόπεδο, ο οποίος απεικονίζεται μπροστά από το λάβαρο της οργάνωσης.
Η απάντηση της αλβανικής πλευράς υπήρξε άμεση. Στελέχη της μειονοτικής πολιτικής οργάνωσης “Ομόνοια” συνελήφθησαν και στάλθηκαν στις φυλακές και τα δικαστήρια, ως υποκινητές της αντι-αλβανικής τρομοκρατίας και της απόσχισης της Βορείου Ηπείρου από την αλβανική επικράτεια. Οι κηδείες των νεκρών Αλβανών κατέληξαν σε ανθελληνικό παραλήρημα, με διαδηλώσεις κάτω από τα κτίρια των ελληνικών διπλωματικών αντιπροσωπειών, ενώ στη Βόρεια Ήπειρο επικράτησε αυτό που έμεινε έκτοτε γνωστό ως “βορειοηπειρωτική νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου”, με την κατατρομοκράτηση της ελληνικής εθνικής μειονότητας.
Στην Ελλάδα η φιλο-αλβανική κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε επανέλθει στην εξουσία λίγους μήνες πιο πριν, με υπουργό εξωτερικών τον Κάρολο Παπούλια (συγγενή του τουρκαλβανικής καταγωγής Ταχίρ Παπούλια, άλλοτε τοπικού κυβερνήτη της Ηπείρου, επί οθωμανικής διοίκησης), αναγκάστηκε να υποχωρήσει έναντι των αλβανικών απαιτήσεων: “έθαψε” αμέσως το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα και καταδίωξε κάθε Έλληνα που επέδειξε στο παρελθόν δράση υπέρ του ελληνισμού της Αλβανίας. Ακόμη και ένα βιβλίο που είχε εκδοθεί στην Ελλάδα (“Αντίσταση στην βορειοηπειρωτική γη. Η δράση και η θυσία του Μετώπου Απελευθερώσεως Βορείου Ηπείρου (ΜΑΒΗ) και των άλλων οργανώσεων”, με συγγραφέα τον Αθανάσιο Κόρμαλη, των εκδόσεων “Πελασγός”), κατασχέθηκε από τις αστυνομικές Αρχές ως... επικίνδυνο, ενώ από το επίσημο λεξιλόγιο της ελληνικής πολιτείας καταργήθηκε ο όρος “Βόρειος Ήπειρος” και αντικαταστάθηκε από τον όρο “Νότια Αλβανία”.
Τελικά, η αλβανική κυβέρνηση, αν και αρχικά οι συλληφθέντες Βορειοηπειρώτες ηγέτες της “Ομόνοιας” είχαν καταδικαστεί σε βαρύτατες και εξοντωτικές ποινές, οπισθοχώρησε κι εκείνη με τη σειρά της, αποδίδοντας χάρη σ' αυτούς και οδηγήθηκε σε προσέγγιση με την Ελλάδα: οι δύο χώρες, μάλιστα, υπέγραψαν Σύμφωνο φιλίας (21 Μαρτίου 1996) και έκτοτε η Ελλάδα εγκατέλειψε τη συμμαχία της με τη Σερβία, προτιμώντας την αποκατάσταση των σχέσεών της με την Αλβανία. Η Ελληνική Αστυνομία είχε στο μεταξύ συλλάβει τα μέλη της ΜΑΒΗ, στις 19 Μαρτίου 1995, τόσο σε μπλόκο της στα ελληνοαλβανικά σύνορα όσο και σε περιοχές της Αττικής, κι έτσι το νεώτερο ΜΑΒΗ εξαρθρώθηκε και η σύντομη δράση του έλαβε απότομα τέλος... Προηγουμένως, τον Δεκέμβριο του 1994, πέθανε σε ηλικία 72 ετών ο μητροπολίτης Δρυινουπόλεως Σεβαστιανός, εμψυχωτής του αγώνα για τη Βόρεια Ήπειρο και φανατικός εχθρός των Αλβανών. Έτσι, η υπόθεση της Βορείου Ηπείρου υπέστη τεράστια ζημία από τη δράση του σύγχρονου ΜΑΒΗ, κι αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι ενώ επί κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα οι Έλληνες της Αλβανίας αποτελούσαν ισχυρή συμπαγή μειονότητα, επί δημοκρατίας στην Αλβανία έχουν πια σχεδόν εξαλειφθεί...
Το άλλο μέγα εθνικό ζήτημα του ελληνισμού είναι το Κυπριακό, όπου μάλιστα από το 1974 έχουμε ξένη (τουρκική) εισβολή και κατοχή εδαφών ενός ανεξάρτητου κράτους-μέλους του ΟΗΕ και, από το 2004, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Κύπρος βέβαια υπήρξε έως το 1878 υπό οθωμανική διοίκηση. Τότε όμως πουλήθηκε στους Άγγλους κι οι Τούρκοι απώλεσαν κάθε δικαίωμά τους επί αυτής, παρά την ύπαρξη μίας μικρής τουρκικής μειονότητας στη νήσο. Όμως οι προδοτικές συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (1959), που υπεγράφησαν από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, έβαλαν ξανά την Τουρκία στο παιχνίδι της Κύπρου, ως “εγγυήτρια δύναμη” του νησιού! Έτσι, σχεδόν από το πουθενά, οι Τούρκοι απέκτησαν εκ νέου δικαιώματα επί της Κύπρου, αναβαθμίζοντας παράλληλα την τουρκική μειοψηφία του νησιού σε τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Προηγήθηκαν τα χρόνια του αγώνα των Ελληνοκυπρίων (1955-1959) για απελευθέρωση από τον αγγλικό ζυγό και ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι Άγγλοι κατακτητές συνέλαβαν και εκτέλεσαν πολλούς νεαρούς Κυπρίους, ενώ ο άλλοτε αρχηγός της ελληνικής αντικομμουνιστικής οργάνωσης “Χ”, στρατηγός Γεώργιος Γρίβας (Διγενής), κυπριακής καταγωγής ο ίδιος, τέθηκε στρατιωτικός ηγέτης μίας καινούριας εθνοαπελευθερωτικής οργάνωσης: της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ). Την ΕΟΚΑ είχε ιδρύσει ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος, ο μετέπειτα πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης Κύπρου, έχοντας ως βασικό αίτημα την ένωση με την Ελλάδα. Όμως τελικά η ένωση μετατράπηκε σε ανεξαρτησία, λόγω του ότι ο “εθνάρχης” αρχιεπίσκοπος Μακάριος άλλαξε ξαφνικά στάση, ενώ η σύζευξη της Κύπρου με την Ελλάδα μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2004 και μετά θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος ένωσης των δύο χωρών (έστω κι αν η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Κοινότητα κολοβή, λόγω της συνεχιζόμενης κατοχής του μισού σχεδόν νησιού από τις τουρκικές δυνάμεις).
Η ΕΟΚΑ, που αμέσως χαρακτηρίστηκε από την Αγγλία και τη διεθνή κοινότητα ως “τρομοκρατική” -με τον ίδιο τρόπο που η Ιερά Συμμαχία είχε κηρύξει τους Έλληνες εθνεγέρτες του 1821 ως “τρομοκράτες”- εκδήλωσε την ένοπλη δράση της την 1η Απριλίου του 1955 με πράξεις δολιοφθοράς (σαμποτάζ) σ' ολόκληρο το νησί και με τη ρίψη φυλλαδίων που κήρυσσαν την έναρξη του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα. Βόμβες κατά αγγλικών στόχων άρχισαν να εκρήγνυνται σε πολλά σημεία, ενώ η απάντηση της “γηραιάς Αλβιώνας” υπήρξε σκληρότατη: οι αποικιοκράτες δεν δίστασαν να σκοτώσουν ακόμα και ανήλικα παιδιά, ενώ η εκτέλεση του Κυπρίου αγωνιστή Γρηγόρη Αυξεντίου, στις 3 Μαρτίου 1957, με τους Άγγλους να τον καίνε ζωντανό μέσα στο κρησφύγετό του, έμεινε στην ιστορία για την ωμότητά της.
Ο Γεώργιος Γρίβας, γεννημένος το 1897 στη συνοικία της Χρυσαλινιώτισσας της Λευκωσίας, υπήρξε κατά πολλούς η σημαντικότερη ελληνική προσωπικότητα του 20ού αιώνα! Αν και ο πατέρας του ήταν άνθρωπος των Άγγλων και τοκογλύφος, εν τούτοις ο ίδιος εμφορείτο από τα εθνικά ιδανικά. Σε ηλικία 19 ετών κατατάχθηκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, στην Αθήνα, και έλαβε μέρος σε όλους τους μεγάλους πολέμους του ελληνικού έθνους, από τις μάχες του μικρασιατικού μετώπου το 1919-1922 έως το αλβανικό μέτωπο στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941. Όντας αντικομμουνιστής, δημιούργησε στην Κατοχή την οργάνωση “Χ”, με δράση κυρίως κατά του ΕΑΜ, απολαμβάνοντας πάντως την “ανοχή” των Γερμανών ναζιστών κατακτητών... Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου, ο Γρίβας που εν τω μεταξύ είχε γίνει ο θρυλικός “Διγενής” της ΕΟΚΑ, αναχώρησε πάλι για την Ελλάδα, όπου μάλιστα προσπάθησε να ηγηθεί του χώρου του Κέντρου: το 1960 τέθηκε επικεφαλής των κεντρώων κι αντι-καραμανλικών σχηματισμών, που ήταν έως τότε διάσπαρτα, μέσω της Κίνησης Εθνικής Αναδημιουργίας. Τελικά, το επόμενο έτος (1961) η εν λόγω κίνηση μετασχηματίστηκε στη γνωστή Ένωση Κέντρου, υπό την ηγεσία όμως όχι πια του Γρίβα, αλλά του “γέρου της δημοκρατίας”, Γεωργίου Παπανδρέου.
Οι στενές σχέσεις του “Διγενή” με τον Γεώργιο Παπανδρέου επιβεβαιώθηκαν, όταν ο τελευταίος τον απέστειλε μυστικά στην Κύπρο, το 1964, επικεφαλής μεραρχίας 5.000 στρατιωτών, που καθιστούσε την Κυπριακή Δημοκρατία οχυρωμένη έναντι πιθανής τουρκικής επιδρομής. Ο Μακάριος συμφώνησε με την κίνηση αυτή της ελληνικής κυβέρνησης και έθεσε τον Γρίβα επικεφαλής της Εθνικής Φρουράς, της ένοπλης δηλαδή δύναμης της Κύπρου που είχε ιδρυθεί αμέσως μετά την ανεξαρτησία. Όμως αργότερα, όταν πια στην Ελλάδα κυβερνούσαν οι ένοπλες δυνάμεις, και συγκεκριμένα στα τέλη του 1967, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, αρχηγός της Επανάστασης της 21ης Απριλίου, υπέκυψε στις τουρκικές απειλές πολέμου και απέσυρε τη μεραρχία από την Κύπρο...
Η δικτατορία των Αθηνών έδωσε την αφορμή στον φιλόδοξο Μακάριο να επιδεινώσει τις σχέσεις της χώρας του με την Ελλάδα, σπάζοντας έτσι το κοινό εθνικό μέτωπο. Ο Μακάριος, ταυτόχρονα, άρχισε να προσεγγίζει τον σοβιετικό συνασπισμό και τις αραβικές χώρες, αντιτιθέμενος στη Δύση και το Ισραήλ, ενώ παράλληλα καλλιεργούσε στο εσωτερικό της Κύπρου μία νέα συνείδηση -τη “νεοκυπριακή”-, υποσκάπτοντας τον ελληνικό εθνικό χαρακτήρα του κυπριακού λαού. Τότε ο Γρίβας, βλέποντας πού οδηγείται η κατάσταση με τις ενέργειες αυτές του Μακαρίου, επέστρεψε στην Κύπρο και το 1971 ίδρυσε μια νέα οργάνωση, την ΕΟΚΑ Β΄, με στελέχη της πρώτης ΕΟΚΑ αλλά και νέους, έχοντας ως στόχο να πείσουν ή να εξαναγκάσουν τον Μακάριο να επανέλθει στην παλαιότερη θέση του περί ένωσης Ελλάδας-Κύπρου. Αν και αρχικά ο Μακάριος προσπάθησε να δελεάσει τον “Διγενή”, προσφέροντάς του μεγάλο κυβερνητικό αξίωμα, ο στρατηγός αρνήθηκε και τον Οκτώβριο του 1971 διένειμε φυλλάδιο με το οποίο καλούσε σε ένοπλο αγώνα για την ένωση με τη μάνα-πατρίδα. Έντονη τρομοκρατική δραστηριότητα εξαπολύθηκε έκτοτε από την ΕΟΚΑ Β΄, με συνέπεια τη σύγκρουσή της με το καθεστώς του Μακάριου και την αντίδραση της Τουρκίας που κατηγορούσε τους Ελληνοκυπρίους πως σχεδιάζουν την εξόντωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Το 1974 ήταν το έτος-κλειδί των εξελίξεων, οι οποίες υπήρξαν δραματικές. Η ειρωνεία είναι, ότι λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα κατά του Μακάριου και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο Γεώργιος Γρίβας πέθανε στο σπίτι του στον Άγιο Νικόλαο Λεμεσού (27 Ιανουαρίου 1974). Η κατάσταση της υγείας του είχε χειροτερέψει ήδη από το καλοκαίρι του 1973, ενώ σοβαρό καρδιακό πρόβλημα (στένωση αορτής) είχε διαγνωστεί από τον γιατρό και ανιψιό του, τον Δώρο Παπαπέτρου, το 1972. Χωρίς τον Γρίβα, η ΕΟΚΑ Β΄ διαλύθηκε και οι αντιτιθέμενες πλευρές στην Κύπρο, των μακαριακών και των φιλοχουντικών, οδήγησαν τα πράγματα σε μία ακόμη εθνική τραγωδία για τον ελληνισμό...
Η Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1974, υπήρξε επακόλουθο της κυπριακής τραγωδίας. Πατροπαράδοτοι θεσμοί του έθνους, όπως η βασιλεία και οι ένοπλες δυνάμεις, καταλύθηκαν από το δημοκρατικό καθεστώς που επικράτησε έκτοτε, ενώ άλλοι θεμελιώδεις θεσμοί -Εκκλησία, Δικαιοσύνη κτλ.- καταρρακώθηκαν εξαιτίας της νέας πραγματικότητας και έχασαν την αίγλη τους. Η ελληνική κοινωνία ισοπεδώθηκε, ενώ η προσχώρηση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) εισήγαγε νέα ήθη και έθιμα στην ελληνική καθημερινότητα: καθιερώθηκαν νόμοι υπέρ του αυτομάτου διαζυγίου, της αποποινικοποίησης της μοιχείας και των εκτρώσεων, οι οποίοι αποσύνθεσαν την παραδοσιακή οικογένεια. Μία γενιά αργότερα, η Ελλάδα παρουσίαζε σημάδια έντονης παρακμής και εκφυλισμού.
Σ' αυτό ακριβώς το ασφυκτικό πλαίσιο δραστηριοποιήθηκαν οι νεοσύστατες τα χρόνια εκείνα δυναμικές ομάδες εθνικής/πατριωτικής δράσης. Αφορμή υπήρξε η δολοφονία του τέως αξιωματικού της Αστυνομίας, κατηγορούμενου για βασανισμούς αντιφρονούντων στη διάρκεια της χούντας, Ευάγγελου Μάλλιου, τον Δεκέμβριο του 1976, από ακροαριστερή ομάδα ένοπλης βίας. Τα σοβαρά επεισόδια που σημειώθηκαν την ημέρα της κηδείας του υπήρξαν ο καταλύτης που ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά των ευρισκόμενων εκείνη την περίοδο σε γενικό μούδιασμα -λόγω της πτώσης της δικτατορίας και των γεγονότων στην Κύπρο δυο χρόνια προηγουμένως- Ελλήνων εθνικιστών. Κατ' αυτό τον τρόπο ξεκίνησε το νεώτερο ελληνικό εθνικιστικό αντάρτικο πόλεων, ως αντίδραση στην αριστερή ασυδοσία των πρώτων μεταπολιτευτικών ετών.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι την εποχή εκείνη (κυρίως τη δεκαετία του 1970) σε δύο γειτονικές χώρες, την Ιταλία και την Τουρκία, διαδραματιζόταν μία σχεδόν καθημερινή σύγκρουση ακραίων αριστερών με ακραίες δεξιές ομάδες, βάσει της περίφημης “στρατηγικής της έντασης”. Γεγονότα, όμως, όπως η απαγωγή και δολοφονία του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού Άλντο Μόρο και η χούντα του Εβρέν στην Τουρκία, έβαλαν απότομα τέλος στις κοινωνικές αυτές συρράξεις· ακροαριστερές και ακροδεξιές οργανώσεις υποβάθμισαν τη δραστηριότητά τους, σε Ιταλία και Τουρκία αντίστοιχα, και σταδιακά εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο.
Στην Ελλάδα πήγε να αρχίσει κάτι ανάλογο, με την εμφάνιση από τη μια μεριά ακροαριστερών τρομοκρατικών ομάδων -όπως η “17 Νοέμβρη” και ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (ΕΛΑ)- και από την άλλη, ως αντανάκλαση, εθνικιστικών και πατριωτικών οργανώσεων: η Οργάνωση Εθνικής Αποκαταστάσεως, η Νέα Τάξη, η Εθνική Σοσιαλιστική Οργάνωση Πανελληνίων (ΕΣΟΠ), αλλά και η Εθνική Παράταξη Οπαδών Στρατιωτικής Πολιτικής (ΕΠΟΣΠ) και η ομάδα “Νέοι Αθόρυβοι Καταδρομείς” συμπεριλαμβάνονται στις ομάδες αυτές. Από το 1974 έως κυρίως το 1978, και λιγότερο έως το 1981, οι ακραίες εθνικές οργανώσεις αποτελούσαν τον αντίποδα των αντίστοιχων της κομμουνιστικής Αριστεράς, με εκρήξεις βομβών, επιθέσεις κατά στόχων κ.ά. Μετά όμως την εξάρθρωσή τους από το καραμανλικό καθεστώς, κυρίως την περίοδο 1977-1978, και μετά την εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ (18 Οκτωβρίου 1981) οι εθνικιστικές-πατριωτικές ομάδες δράσης εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο και στην Ελλάδα απέμειναν ως μονοπώλιο της βίας μονάχα οργανώσεις της Ακροαριστεράς, κι αυτές έως ότου εκφυλίστηκαν πλήρως από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ύστερα.
Πράγματι, η Νέα Δημοκρατία θέλησε να καρπωθεί προς ιδίον όφελος ολόκληρο τον χώρο της Δεξιάς, πράγμα που το κατάφερε πλήρως: εξόρισε το Παλάτι, έκλεισε στις φυλακές τους στρατιωτικούς της Επταετίας, ενώ παράλληλα έδειξε ανελέητη σε όποια πολιτική ή παραστρατιωτική εθνικιστική προσπάθεια πήγαινε να αναδυθεί στο προσκήνιο, από το 1974 και έπειτα. Έτσι, τη δεκαετία του 1970, και ενώ αδυνατούσε να συλλάβει αριστερές οργανώσεις όπως η “17 Νοέμβρη” ή ο ΕΛΑ, εν τούτοις το καθεστώς Καραμανλή εξάρθρωσε, με πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα αποτελεσματικότητα, όλες τις πατριωτικές οργανώσεις έμπρακτης δράσης. Σημαντικές προσωπικότητες του εθνικιστικού χώρου καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις, με συνέπεια η ευρύτερη πατριωτική παράταξη να αποψιλωθεί από νεαρά κυρίως ικανά στελέχη. Άνευρα κόμματα, γεμάτα με παλαιοκομματικούς, όπως η Εθνική Παράταξη μεταξύ 1977-1981 και, λίγο αργότερα, η ΕΠΕΝ, δεν είχαν καμία απολύτως τύχη στην ελληνική πολιτική σκηνή. Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε όντως να καταστεί κυρίαρχη στον δεξιό πολιτικό χώρο, παρά τις προδοσίες, τα σφάλματα και τις αδυναμίες της...
Την άνοιξη του 1977 το μεταπολιτευτικό δημοκρατικό σύστημα συνέλαβε την ηγεσία της Νέας Τάξης, με αποτέλεσμα η οργάνωση αυτή με τις δυναμικές ενέργειες να αναστείλει αμέσως τη δράση της. Η αντίστροφη μέτρηση όμως για τις εθνικιστικές παρακρατικές ομάδες άρχισε στις 11 Μαρτίου του 1978, όταν βόμβα που τοποθετήθηκε στον κινηματογράφο “Έλλη”, στην Αθήνα, εξερράγη (στη διάρκεια προβολής σοβιετικής ταινίας) με αποτέλεσμα τον τραυματισμό 18 ατόμων, εκ των οποίων τα τρία επέζησαν με σοβαρές αναπηρίες. Ο κλοιός γύρω από τους Έλληνες πατριώτες, εθνικιστές και εθνικοσοσιαλιστές άρχισε να σφίγγει επικίνδυνα... Τρεις μήνες αργότερα, στις 20 Ιουνίου 1978, παρόμοια επίθεση έγινε και κατά του κινηματογράφου “Ρεξ”, ενώ στις 23 Ιουλίου 1978, στην τέταρτη επέτειο από την πτώση της δικτατορίας, 13 εκρήξεις βομβών σημειώθηκαν σε διάφορα σημεία της Αθήνας και του Πειραιά. Αμέσως η Αστυνομία του Καραμανλή ξεκίνησε ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ κατά των Ελλήνων εθνικιστών, εναντίον δικαίων και αδίκων! Με συνοπτικές διαδικασίες πραγματοποιήθηκαν μαζικές συλλήψεις, ενώ οι τίτλοι του τέλους για τις ομάδες αυτές έπεσαν με την εξάρθρωση και της Οργάνωσης Εθνικής Αποκαταστάσεως, τον Ιανουάριο του 1979.
Οι διώξεις της δεκαετίας του 1970 που εξαπέλυσε η Νέα Δημοκρατία κατά των Ελλήνων εθνικιστών λειτούργησαν ως πρότυπο για τη σύλληψη, φυλάκιση και καταδίκη των νεοναζιστών της Χρυσής Αυγής, από τον Σεπτέμβριο του 2013 και ύστερα, και πάλι από τη Νέα Δημοκρατία, με πρωθυπουργό τη φορά αυτή τον Αντώνη Σαμαρά. Αφορμή υπήρξε η δολοφονία του αναρχοαριστερού μουσικού Παύλου Φύσσα από τους Χρυσαυγίτες, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα από την εξουσία για να διαλύσει ένα νόμιμο κοινοβουλευτικό κόμμα, που μάλιστα είχε ψηφιστεί στις εκλογές από μισό εκατομμύριο περίπου πολίτες! Ο Σαμαράς πιέστηκε για την εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής και από τον διεθνή σιωνισμό, ενώ ρόλο έπαιξε σίγουρα και η δική του πολιτική τοποθέτηση: όντας κι ο ίδιος ακροδεξιός και εθνικιστής, είχε ως άμεσο πολιτικό αντίπαλο στον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς τη Χρυσή Αυγή. Τελικά η Χρυσή Αυγή διαλύθηκε τελείως, λόγω και των αδέξιων έως ύποπτων κινήσεων του αρχηγού της, Νίκου Μιχαλολιάκου (π.χ. δήλωσε αναίτια ότι αναλαμβάνει... την πολιτική ευθύνη για το φονικό του Φύσσα!), με τη δίκη να απολήγει στις 7 Οκτωβρίου 2020 με την καταδίκη των νεοναζί ως εγκληματική οργάνωση.
Τόσο, λοιπόν, τη δεκαετία του 1970 με τις διώξεις κατά των Ελλήνων εθνικιστών, όσο και πιο πρόσφατα με το “κυνήγι μαγισσών” κατά της Χρυσής Αυγής, το δίδαγμα παραμένει διαχρονικά ένα και μοναδικό: ότι η Νέα Δημοκρατία, ως η κατ' εξοχήν -καλώς ή κακώς- κυρίαρχη δύναμη στον κεντροδεξιό, δεξιό και ακροδεξιό χώρο, συμπιέζει έως (πολιτικού) θανάτου κάθε εθνική/πατριωτική κίνηση που αισθάνεται ότι την απειλεί. Η τρομοκρατία, δηλαδή, της Νέας Δημοκρατίας κατά των Ελλήνων εθνικιστών έχει οδηγήσει σε θανατηφόρα πλήγματα εναντίον της εθνικής παράταξης. Έχοντας μάλιστα πρόθυμα πολλά μεγάλα στελέχη του πατριωτικού-εθνικιστικού χώρου να συνεργαστούν μαζί της -με πιο πρόσφατο παράδειγμα το δίδυμο Μάκη Βορίδη και Αδώνιδος Γεωργιάδη-, η Νέα Δημοκρατία έχει καλύψει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ολόκληρο το πολιτικό φάσμα της Δεξιάς. Η πλήρης έλλειψη οργάνωσης, σοβαρότητας και προγράμματος από πλευράς Ελλήνων πατριωτών (τους οποίους ο μέσος όρος της ελληνικής κοινωνίας θεωρεί -άδικα ίσως- ως “ψεκασμένους” και “συνωμοσιολόγους”) αποτελεί το επιπρόσθετο οξυγόνο της Νέας Δημοκρατίας για την πολιτική της επιβίωση και παραμονή σε θέση ισχύος και εξουσίας.
* Το κείμενο αυτό αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο από το υπό έκδοση έργο του Ησαΐα Κωνσταντινίδη, “ΤΟ ʺΑΛΛΟʺ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ. Πατριωτικές-εθνικιστικές ομάδες δράσης”.
Comments