2.9.2020
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Την Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 1996 απεβίωσε από την “επάρατη νόσο”, έπειτα από ασθένεια ενός περίπου έτους, ο πρέσβης Μανώλης Καλαμίδας, σε ηλικία μόλις 48 ετών. Επί σειρά ετών υπήρξε διακεκριμένος διπλωμάτης, ενώ το 1993 πέρασε στην ενεργό πολιτική, όντας ένας εκ των ηγετών της Πολιτικής Άνοιξης, του κόμματος που ίδρυσε ο Αντώνης Σαμαράς μετά την αποχώρησή του από τη Νέα Δημοκρατία (30 Ιουνίου 1993). Το θλιβερό αυτό γεγονός είχε εξαιρετικά αρνητικές παρενέργειες στη λειτουργία του κόμματος Σαμαρά και, εν γένει, στην πορεία της πολιτικής ζωής του τόπου...
Εισήλθε στο διπλωματικό σώμα σε πολύ νεαρή ηλικία και έκτοτε η σταδιοδρομία του υπήρξε εντυπωσιακή. Είναι χαρακτηριστικό ότι επιλέχθηκε να υπηρετήσει μόνο σε νευραλγικές πρεσβείες της Ελλάδας στο εξωτερικό: στην Άγκυρα, στη Λευκωσία και στην Ουάσιγκτον. Πέραν αυτού, στην Αθήνα, διετέλεσε τμηματάρχης τουρκικών υποθέσεων, καθώς και διευθυντής της Διπλωματικής Ακαδημίας (η οποία βγάζει τα στελέχη, δηλ. τους διπλωμάτες, που υπηρετούν αμέσως μετά την αποφοίτησή τους στο υπουργείο εξωτερικών). Όπως βλέπουμε, ασχολήθηκε κυρίως με τα ελληνοτουρκικά ζητήματα και εθεωρείτο ένας από τους πλέον άριστους γνώστες της τουρκικής πραγματικότητας στον ελληνικό χώρο.
Από τη θητεία του στο υπουργείο εξωτερικών, έμειναν στην ιστορία της ελληνικής διπλωματίας δύο επεισόδια, αμφότερα γύρω από το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τα επεισόδια αυτά είναι πολύ χαρακτηριστικά και αποτελούν σήμερα πραγματικά ντοκουμέντα.
Το πρώτο συνέβη το 1983, όταν επί τάπητος τέθηκε ξανά το Κυπριακό πρόβλημα (τη χρονιά εκείνη, και συγκεκριμένα στις 15 Νοεμβρίου, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς ανακήρυξε την “Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου”, το λεγόμενο “ψευδοκράτος”). Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας τότε ήταν ο Σπύρος Κυπριανού, ενώ πρωθυπουργός στην Ελλάδα ήταν από τον Οκτώβριο του 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Κυπριανού έδειξε τότε σημάδια απαράδεκτης υπαναχώρησης έναντι της τουρκικής πλευράς, κάτι που ενόχλησε σφόδρα την ελληνική κυβέρνηση. Κρίση ανάμεσα σε Αθήνα και Λευκωσία ξέσπασε, εξαιτίας της στάσης του Κύπριου προέδρου, που με τις ενέργειές του διέσπαζε την κοινή εθνική γραμμή. Το ζήτημα της Κύπρου οδηγείτο σε τραγωδία.
Ιδού όμως πώς τελικά εκτονώθηκε η κρίση. Υφυπουργός εξωτερικών ήταν εκείνο τον καιρό ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Γιάννης Καψής. Δική του ιδέα ήταν να συνταχθεί το περίφημο “μνημόνιο Καλαμίδα”, προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα που προέκυψε. Από το βιβλίο-ντοκουμέντο του Καψή “50 χρόνια στο κουρμπέτι” διαβάζουμε χαρακτηριστικά τα εξής σχετικά με το “μνημόνιο Καλαμίδα” που διέσωσε το θέμα της Κύπρου (έκτοτε οι σχέσεις Ελλάδας-Κύπρου είναι άψογες):
“Στο γραφείο μου βρισκότανε τυχαία ο πρέσβης Μανώλης Καλαμίδας. Ετοιμάσθηκε να φύγει.
- Κάθισε εκεί και κράτησε σημειώσεις. Θέλω να έχω ένα μνημόνιο του τι θα λεχθεί, με την υπογραφή σου.
Ήταν μια έμπνευση της στιγμής. Η σωτηρία μου. Το τι επακολούθησε, αδύνατον να περιγραφεί. Μόνον με τον πανζουρλισμό για την σύλληψη του Κοσκωτά μπορεί να συγκριθεί. [...]
Δίπλα μου ο Καλαμίδας κρατούσε σημειώσεις κοιτάζοντας το ρολόι του. Κατέγραφε και την ακριβή ώρα κάθε τηλεφωνήματος, κάθε μηνύματος, γιατί δεν είχα αφήσει και τα δύο ακουστικά για δυο-τρεις ώρες [Σημείωση: Ο Καψής μιλούσε διαρκώς με τους Ανδρέα Παπανδρέου, Σπύρο Κυπριανού και τον Έλληνα κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Μαρούδα, προκειμένου ο πρόεδρος της Κύπρου να πειστεί να άρει τη δήλωση που είχε κάνει, η οποία ικανοποιούσε την τουρκική πλευρά, αγνοώντας την ελληνική κυβέρνηση. [...]
Ο Μανώλης Καλαμίδας με περίμενε έξω από το γραφείο μου. Είχε δακτυλογραφήσει το μνημόνιο. Το υπέγραψα. Μου το έδωσε συγκινημένος. «Έχω διαφωνήσει -μου είπε, και δυνατά, για να τον ακούσουν όλοι- πολλές φορές μαζί σας. Σήμερα νοιώθω τιμή που είμαι συνεργάτης σας...» [...]
Η συνέχεια ήταν κατακλυσμική. Ο Κυπριανού φοβήθηκε τον θυμό του Ανδρέα. Ο Ανδρέας ζήτησε να συνεδριάσει το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου (το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών της Κύπρου) στην Αθήνα”...
Έτσι κλιμακώθηκε η κρίση Ελλάδας-Κύπρου, που παρ' ολίγον να οδηγήσει σε νέα εθνική τραγωδία, 9 μόλις χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στο μαρτυρικό νησί. Αν και μάλλον παντελώς άγνωστο, είναι εν τούτοις γεγονός ότι το “μνημόνιο Καλαμίδα” έπαιξε τον πλέον κομβικό ρόλο στο να αρθεί το αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί. Οι ελληνοκυπριακές σχέσεις, μετά από μια περίοδο καψυποψίας που ακολούθησε την εισβολή του “Αττίλα” το 1974, αποκαταστάθηκαν πλήρως και μερικά χρόνια μετά δημιουργήθηκε το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα, το οποίο θεωρεί τον χώρο Ελλάδας-Κύπρου, σε επίπεδο στρατηγικής, ως μία αδιάσπαστη ολότητα.
Το δεύτερο επεισόδιο αφορά την ελληνοτουρκική κρίση του Μαρτίου του 1987. Τουρκικό ερευνητικό πλοίο βγήκε στα ελληνικά χωρικά ύδατα και οι σχέσεις των δύο χωρών έφτασαν ξανά στο ναδίρ. Ο πόλεμος ήταν προ των πυλών. Από ένα άλλο βιβλίο-ντοκουμέντο, με τίτλο “Εθνικές διαδρομές” και συγγραφέα τον διπλωμάτη Αριστείδη Καλογερόπουλο-Στράτη, διαβάζουμε τα κάτωθι πολύ σημαντικά:
“...η Πρεσβεία μας στην Άγκυρα ζούσε σε πολεμική ατμόσφαιρα. Οι περισσότερες οικογένειες των υπαλλήλων επέστρεφαν στην Αθήνα, υπήρχε σχέδιο διαφυγής μας με την βοήθεια της ελβετικής πρεσβείας, είχε αρχίσει το κάψιμο των αρχείων της Πρεσβείας, ενώ οι μυστικές υπηρεσίες της τουρκικής ΜΙΤ μας παρακολουθούσαν πλέον εμφανώς και ενοχλητικά στις μετακινήσεις μας, για να μας «προστατεύουν». Όλα τα βράδια της κρίσης παραμείναμε όλοι ανεξαιρέτως μέσα στην Πρεσβεία. Δεν κοιμηθήκαμε βέβαια. Προσωπικά εγώ με τον Μανώλη Καλαμίδα βρισκόμαστε συνεχώς, μέρα-νύχτα, στο γραφείο του πρέσβυ Κωνσταντόπουλου, ενός ικανότατου, δραστήριου και κοινωνικότατου διπλωμάτη, με αξία πολύ μεγαλύτερη της φήμης του.
Ανήσυχος ο Κωνσταντόπουλος τηλεφωνούσε ακατάπαυστα στους δυτικούς συναδέλφους του, ο Καλαμίδας στους αντίστοιχους ομολόγους του και εγώ στους δυτικούς συμβούλους Τύπου και κυρίως σε τούρκους και ξένους δημοσιογράφους. Επιδιώκαμε να σχηματίσουμε μια σφαιρική εικόνα για το τι ακριβώς συμβαίνει στην Τουρκία, πέραν των πληροφοριών που μετέδιδαν τα ΜΜΕ. Τα τηλεγραφήματα του Πρέσβυ έφευγαν σεντόνια, δίνοντας μια πλήρη και σαφή εικόνα σε πλήρη συντονισμό και αλληλοκάλυψη με τα τηλεγραφήματα του Γραφείου Τύπου.
Το βράδυ της 25ης Μαρτίου, εθνικής επετείου, φίλη δημοσιογράφος του τουρκικού πρακτορείου «Αναντολού» μου λέει στη δεξίωση της πρεσβείας ότι κάτι «ύποπτο» συμβαίνει διότι την ίδια ώρα συνήρχετο σε έκτακτη συνάντηση το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και το Υπουργικό Συμβούλιο. Αργότερα τη νύχτα μου τηλεφωνεί στο σπίτι να μου πει ότι οι συναντήσεις αφορούσαν τις έρευνες του «Σισμίκ». Ειδοποιώ αμέσως τον Κωνσταντόπουλο και τον Καλαμίδα και λίγη ώρα αργότερα, γύρω στις 03:00 μετά τα μεσάνυχτα, συναντιόμαστε στο γραφείο του Πρέσβυ. Με ειδοποιούν ότι ετοιμάζεται κάποιο τηλεγράφημα του «Αναντολού» που θα βγει αργότερα. Πηγαίνω ξημερώματα στο κέντρο της Άγκυρας για να προμηθευτώ τις πρώτες εκδόσεις των τουρκικών εφημερίδων. Οι τίτλοι προαναγγέλλουν ελληνοτουρκική κρίση με ορόσημο την 28η Μαρτίου.
Σε λίγο είχαμε στα χέρια μας το πρώτο τηλεγράφημα του «Αναντολού». Είχε αποφασισθεί από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και επικυρωθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο το βράδυ της 25ης Μαρτίου, ότι το τουρκικό σκάφος «Σισμίκ-1» θα έβγαινε για έρευνες ανατολικά της Θάσου στα διεθνή νερά του Αιγαίου. Το πρωί της 26ης Μαρτίου δημοσιεύεται και το τουρκικό ΦΕΚ που επισημοποιούσε και έθετε σε ισχύ την άδεια ερευνών στο Αιγαίο της τουρκικής εταιρείας πετρελαίων. Το τουρκικό σύστημα προχωρούσε με γρήγορους ρυθμούς και με συνοπτικές διαδικασίες στη δημιουργία πολεμικού κλίματος με την Ελλάδα”...
Είναι γνωστό βέβαια, ότι αμέσως μετά τα παραπάνω συμβάντα, και ενώ στην Ελλάδα είχε αρχίσει πολεμική επιστράτευση, τα πράγματα ηρέμησαν· οι δύο χώρες προχώρησαν σε διμερή συνεννόηση (με τη συνάντηση των πρωθυπουργών τους, Ανδρέα Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ, στο Νταβός της Ελβετίας, τον Ιανουάριο του 1988), βάζοντας όμως στο ράφι το Κυπριακό πρόβλημα, κάτι που μερικούς μήνες μετά ανάγκασε τον Παπανδρέου να πει, από του βήματος της Βουλής των Ελλήνων, το περιβόητο “Mea culpa”: “Λάθος μου”. Πάντως, από τα ως άνω δραματικά περιστατικά, όπως μάλιστα τα αφηγούνται τρίτοι, φαίνεται καθαρά ότι ο πρέσβης Καλαμίδας βρέθηκε στο “μάτι του κυκλώνα” και στην πρώτη γραμμή των μεγαλύτερων σύγχρονων ελληνοτουρκικών κρίσεων.
Στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα, τον Νοέμβριο του 1989, ο φέρελπις τότε πολιτικός Αντώνης Σαμαράς έγινε υπουργός εξωτερικών. Τη θέση αυτή διατήρησε και μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη (Απρίλιος 1990). Στο υπουργείο αυτό, ο Σαμαράς γνωρίστηκε με τον Μανώλη Καλαμίδα, με τον οποίο συνδέθηκε γρήγορα με προσωπική φιλία, ενώ τον ανέδειξε και σε διευθυντή της Υπηρεσίας Ενημέρωσης του Υπ.Εξ. Ο Καλαμίδας υπήρξε ο πρώτος εκπρόσωπος του υπουργείου εξωτερικών, θέση που έκτοτε καθιερώθηκε (μετά την απόλυση του Σαμαρά, τον Απρίλιο του 1992, νέος εκπρόσωπος του Υπ.Εξ., στη θέση του Καλαμίδα, έγινε ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, που αργότερα ακολούθησε ανοδική πολιτική πορεία).
Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς, ότι ο Καλαμίδας έγινε αμέσως το “δεξί χέρι” του Αντώνη Σαμαρά. Ήταν ο άνθρωπος που του στάθηκε στη σύγκρουσή του με τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη και στην ανάδειξη του Μακεδονικού ζητήματος, αφού ο Σαμαράς εξέφρασε τότε την υπεράσπιση της ελληνικότητας της Μακεδονίας, αντίθετα από τον Μητσοτάκη που έδειξε συμβιβαστική διάθεση. Ο Σαμαράς έπεσε μαχόμενος την άνοιξη του 1992, μετά τη ρήξη του με τον Μητσοτάκη, ενώ εχθρική στάση εναντίον του κράτησε και ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής. Λίγους μήνες μετά ο νεαρός εκείνη την εποχή πολιτικός παραιτήθηκε από το βουλευτικό του αξίωμα, ενώ το 1993 πήρε την πρωτοβουλία δημιουργίας νέου κόμματος: της Πολιτικής Άνοιξης.
Παρ' όλα αυτά, όταν ιδρύθηκε η Πολιτική Άνοιξη, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Σαμαρά έβγαλαν την ιστορία με τα περίφημα “μυστικά κονδύλια” του υπουργείου εξωτερικών. Υποτίθεται ότι ο Σαμαράς -διαμέσου του Μανώλη Καλαμίδα- χρησιμοποιούσε χρήματα που προορίζονταν για νευραλγικές εθνικές υποθέσεις, για τη δική του προσωπική πολιτική προβολή: όπως π.χ. να χρηματίζει δημοσιογράφους για να τον προβάλλουν, κτλ. Ο Σαμαράς έκανε λόγο για συκοφαντίες. Τελικά, δεν αποδείχτηκε ποτέ ότι Σαμαράς και Καλαμίδας έκαναν χρήση αυτών των “μυστικών κονδυλίων”.
Όταν ιδρύθηκε η Πολιτική Άνοιξη, εκείνο το “καυτό” πολιτικά καλοκαίρι του 1993, ο Καλαμίδας ανέλαβε το πλέον κρίσιμο πόστο: έγινε εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος. Θέση εξαιρετικά δύσκολη, εφ' όσον στην Πολιτική Άνοιξη επιτέθηκαν με μανία από την πρώτη στιγμή Μητσοτάκης και Νέα Δημοκρατία, διότι ήταν σαφές ότι το νέο κόμμα θα δημιουργούσε τρομερό πρόβλημα σε κυβέρνηση και ΝΔ. Επίσης, ο Καλαμίδας διαχειρίστηκε με μεγάλη επιτυχία τις παραιτήσεις και ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών της ΝΔ, οι οποίες και οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνηση Μητσοτάκη, τον Σεπτέμβριο του 1993. Ειδικά την τελευταία μέρα, λίγο πριν πέσει η κυβέρνηση και προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές, οι ανεξαρτητοποιήσεις των βουλευτών Γιώργου Συμπιλίδη και Στέφανου Στεφανόπουλου αντιμετωπίστηκαν επικοινωνιακά από την Πολιτική Άνοιξη με απόλυτη επιτυχία, κι αυτό λόγω του άριστου χειρισμού που επέδειξε ο εκπρόσωπός της, Μανώλης Καλαμίδας.
Ο Σαμαράς είχε την τύχη να έχει δίπλα του, στο εγχείρημά του, αξιόλογες πρσωπικότητες, όπως ο πρέσβης Μανώλης Καλαμίδας, ο καθηγητής Στέφανος Στεφανόπουλος ή ο γνωστός για την αντίστασή του κατά της δικτατορίας Ανδρέας Λεντάκης. Δυστυχώς, όλοι αυτοί πέθαναν πολύ νέοι. Κάτι που στέρησε τον Αντώνη Σαμαρά από σημαντικά στελέχη, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του κόμματός του, που από την τρίτη θέση στις εθνικές εκλογές του 1993 και το 9% που έλαβε στις ευρωεκλογές του 1994 τελικά συρρικνώθηκε και κατήντησε πολιτικό φάντασμα. Η “υπέρβαση” που εξήγγειλε ο Σαμαράς, για να διαλύσει το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης, τελικά δεν έγινε ποτέ...
Ο Καλαμίδας έγινε λίγο καιρό αργότερα γενικός διευθυντής της Πολιτικής Άνοιξης, έως ότου αρρώστησε βαρύτατα. Κατέφυγε για θεραπεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μετά τον θάνατό του ο Αντώνης Σαμαράς ανέφερε: “Η Πολιτική Άνοιξη έχασε έναν από τους συνιδρυτές της και εγώ προσωπικά δεν έχασα μόνο έναν συνεργάτη, αλλά έναν φίλο, που για μένα ήταν δεύτερος αδελφός”.
Για την (πολιτική) ιστορία, η απώλεια του Καλαμίδα είχε ευρύτερα επακόλουθα, όχι μόνο για την Πολιτική Άνοιξη, αλλά και για το εν γένει πολιτικό σκηνικό της χώρας. Ο Αντώνης Σαμαράς άρχισε σταδιακά να χάνει τον έλεγχο, προχωρώντας σε αδέξιες κινήσεις, με συνέπεια το κόμμα του γρήγορα να καταρρεύσει. Ήδη το 1996 βρέθηκε εκτός Βουλής, ενώ και στις ευρωεκλογές του 1999 συνετρίβη. Το αποτέλεσμα ήταν η Πολιτική Άνοιξη να μην κατέλθει σε δύο διαδοχικές βουλευτικές εκλογές (2000 και 2004), αναγκαζόμενη να υποστηρίζει χωρίς ανταλλάγματα τη Νέα Δημοκρατία υπό τον Κώστα Καραμανλή. Εκλιπαρώντας σχεδόν, αυτός ο τελευταίος τελικά πήρε τον Αντώνη Σαμαρά πίσω στη ΝΔ, αγνοώντας το “βέτο” της οικογένειας Μητσοτάκη (που δεν ξέχασε ποτέ την προδοσία του Σαμαρά, το 1993), κι ο Μεσσήνιος πολιτικός εξελέγη ευρωβουλευτής τον Ιούνιο του 2004. Έναν μήνα προηγουμένως, τον Μάιο του 2004, η Πολιτική Άνοιξη αυτοδιαλύθηκε και επίσημα. Ανεπίσημα είχε κατ' ουσίαν διαλυθεί μετά την ασθένεια και τον θάνατο του Καλαμίδα, γνωρίζοντας από εκεί και πέρα επανειλημμένες εκλογικές αποτυχίες.
Comments