7.10.2021
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Λέξεις-κλειδιά: Νίκος Ζαχαριάδης, “πρώτη φορά Αριστερά”, Τζορτζ Σόρος, διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αλύτρωτη Βόρεια Μακεδονία.
”Ἔστι μὲν οὖν Ἑλλὰς καὶ ἡ Μακεδονία”, είχε γράψει ο Στράβων (63 π.Χ.-23 μ.Χ.) στα περίφημα “Γεωγραφικά” του, αλλά με τη συμφωνία των Πρεσπών, της 17ης Ιουνίου 2018, αναγνωρίστηκε στο κράτος των Σκοπίων το δικαίωμα να αποκαλείται διεθνώς ως “Βόρεια Μακεδονία”. Εκείνο όμως που είναι ιστορικά γνωστό ως Βόρεια Μακεδονία αποτελεί στην πραγματικότητα μία χαμένη πατρίδα του ελληνισμού, που περιλαμβάνει τα αλύτρωτα εδάφη της γεωγραφικής ζώνης Μοναστηρίου-Γευγελής, κατοικούμενα έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα από αμιγή ελληνικό πληθυσμό. Αυτός ο πληθυσμός, στη συνέχεια, επιχειρήθηκε να εκσλαβιστεί και να απωλέσει την εθνική του μνήμη, συνιστώντας έκτοτε γενιτσαρικό δυναμικό κατά της μητέρας πατρίδας, ασχέτως εάν και σήμερα ακόμη υπάρχουν στα σκοπιανά εδάφη πολίτες του κρατιδίου που δηλώνουν ελληνική καταγωγή και συνείδηση. (1)
Προπαρασκευαστική της συμφωνίας των Πρεσπών υπήρξε η λεγόμενη “Ενδιάμεση συμφωνία”, μετά από περίοδο μεγάλης έντασης την τριετία 1991-94, (2) που υπεγράφη στις 13 Σεπτεμβρίου 1995 ανάμεσα στις δύο χώρες, στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ (έπειτα από αμερικανική διαμεσολάβηση). Η συμφωνία αυτή συνομολογήθηκε μεταξύ Αθηνών-Σκοπίων, έπειτα από εντατικές πιέσεις των ΗΠΑ, ειδικά επί της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, με υπουργό εξωτερικών τότε τον Κάρολο Παπούλια· πράγματι, παρά την αρχική απροθυμία των Παπανδρέου και Παπούλια να συνθηκολογήσουν, έστω και εν μέρει, με τα Σκόπια, οι πιέσεις της Ουάσιγκτον έφεραν ως αποτέλεσμα την “Ενδιάμεση Συμφωνία”. (3) Αν και διάρκειας επτά ετών (μέχρι δηλ. το 2002), η εν λόγω συμφωνία παρατάθηκε σιωπηρά από αμφότερες τις πλευρές, έως ότου καταλήξαμε στη συμφωνία των Πρεσπών.
Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι η συμφωνία των Πρεσπών έγινε εφικτή και, τελικώς, υπογράφηκε μόνο όταν την εξουσία στη Ελλάδα ανέλαβε -για πρώτη φορά- μία κυβέρνηση της Αριστεράς. Εξ αιτίας των εγκληματικών λαθών των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, η χώρα οδηγήθηκε μετά το 2009 στα Μνημόνια, τα οποία συρρίκνωσαν κατά 30% το ΑΕΠ [Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν] και οδήγησαν τον μέσο Έλληνα σε ουσιαστική φτωχοποίηση. Αποτέλεσμα: να διογκωθούν τα λεγόμενα “άκρα”, με τον ακροαριστερό ΣΥΡΙΖΑ να... εννιαπλασιάζει τα ποσοστά του μέσα σε μία μόλις πενταετία (από το 4% του 2009 έφθασε στο 36% του 2015), ενώ την εμφάνισή τους έκαναν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες -οι λαϊκιστές της Νέας Δημοκρατίας- υπό τον Πάνο Καμμένο. Πρωθυπουργός της Ελλάδας ανέλαβε ο ελαστικής εθνικής συνείδησης και δεδηλωμένα άθεος Αλέξης Τσίπρας, ο πρώτος και μοναδικός που ορκίστηκε όχι με θρησκευτικό, αλλά με πολιτικό όρκο...
Γιατί η συμφωνία αυτή υπογράφηκε (ειδικά) στις Πρέσπες; Όχι μόνο επειδή είναι το φυσικό όριο των δύο χωρών, αλλά και για λόγους ιστορικούς της κομμουνιστικής Αριστεράς, δηλ. για λόγους συμβολικούς. Στο χωριό Ψαράδες του νομού Φλώρινας, πάνω στη λίμνη των Πρεσπών, ο ιστορικός ηγέτης του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, είχε ανακηρύξει στα τέλη Μαρτίου του 1949 “την ένωση της Μακεδονίας σε ένα ενιαίο, ανεξάρτητο, ισότιμο μακεδονικό κράτος μέσα στη λαϊκοδημοκρατική ομοσπονδία των βαλκανικών λαών”. Την ανακοίνωση του Ζαχαριάδη συνυπέγραψαν οι εκπρόσωποι των βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων -του περίφημου ΝΟΦ [σλαβικό ακρωνύμιο που στα ελληνικά μεταφράζεται ως “Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο”]-, οι οποίοι διακήρυξαν το “δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού” μέσα στο ανεξάρτητο σοσιαλιστικό κράτος της “Μακεδονίας”, που θα αποτελείτο από κομμάτια της Σερβίας (Μακεδονία του Βαρδάρη, το μετέπειτα κρατίδιο των Σκοπίων), της Βουλγαρίας (Μακεδονία του Πίριν), αλλά κυρίως της Ελλάδας (Μακεδονία του Αιγαίου), εφ' όσον το 51% των εδαφών της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας ανήκε από το 1912 στην ελλαδική επικράτεια.
Για να τιμηθεί, λοιπόν, ο ιδεολογικός τους προπάτορας, ο Ζαχαριάδης, προτίμησαν οι Συριζαίοι να υπογράψουν την ελληνοσκοπιανή συμφωνία για το όνομα του κρατιδίου στις Πρέσπες. Δεν είναι, άλλωστε, καθόλου συμπτωματικό το γεγονός, ότι τόσο ο πρωθυπουργός της συμφωνίας, Αλέξης Τσίπρας, όσο και ο υπουργός του επί των εξωτερικών, γνωστός καθηγητής Νίκος Κοτζιάς, ξεκίνησαν την πολιτική τους πορεία από τη νεολαία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, την περιβόητη ΚΝΕ. Και την παλιά πολιτική του ΚΚΕ δικαίωσαν με τη συμφωνία των Πρεσπών, αφού ήδη από τις 30/31 Ιανουαρίου 1949, με την απόφαση της 5ης ολομέλειάς του, στον Γράμμο, το ΚΚΕ τέθηκε υπέρ της “πλέριας ισοτιμίας των μειονοτήτων που ζουν στην Ελλάδα” και, πιο συγκεκριμένα, υπέρ της αυτοδιάθεσης των σλαβόφωνων, αναφέροντας χαρακτηριστικά τα εξής: “Στη Βόρεια Ελλάδα ο μακεδονικός λαός [4] τα 'δωσε όλα για τον αγώνα και πολεμά με μια ολοκλήρωση ηρωισμού και αυτοθυσίας που προκαλούν το θαυμασμό. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ [5] και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του”...
Το όραμα των κομμουνιστών, αλλά και των πανσλαβιστών (6), υλοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από τον διαβόητο διεθνή κερδοσκόπο Τζορτζ Σόρος (7), με την ανεξαρτητοποίηση των Σκοπίων. Για τον σκοπό αυτό, που υπηρετούσε ευρύτερα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία, που επί δεκαετίες αποτελούσε μία σχετικά αξιόλογη οικονομική δύναμη (εν σχέσει τουλάχιστον με τα κράτη του φιλοσοβιετικού συνασπισμού), με ιδιαίτερα σημαντικό γεωπολιτικό ρόλο, αφού γεωγραφικά ο νοτιοσλαβικός χώρος αποτελεί τον “λαιμό” που ενώνει τη νοτιοανατολική με την κεντρική Ευρώπη. Εμπόδιο στον σχεδιασμό μίας ανεξάρτητης (μη ελληνικής) “Μακεδονίας” αποτέλεσε η άρνηση των Ελλήνων να αναγνωρίσουν ένα κράτος που αυτοαποκαλείτο “μακεδονικό” και που μάλιστα έθεσε στη σημαία του τον αρχαίο μακεδονικό-ελληνικό ήλιο (ή αστέρι) της Βεργίνας.
Η αντίδραση του ελληνικού έθνους στον βιασμό της ιστορίας που επιχείρησαν τα Σκόπια, με τη χρήση από μέρους τους του ιερού ονόματος της Μακεδονίας, “κόλλησε” τις εξελίξεις για μία ολόκληρη γενιά. Όπως ειπώθηκε το 1992 από τους Έλληνες διανοούμενους, “το όνομά μας είναι η ψυχή μας”. Έτσι, οριστική λύση στην ελληνοσκοπιανή διένεξη δεν ήταν δυνατόν να δοθεί στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, παρά μόνο η προσωρινή “Ενδιάμεση Συμφωνία”, κι αυτή έπειτα από αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς εκβιασμούς επί του Ανδρέα Παπανδρέου. Χρειάστηκε πρώτα να αποδεκατιστεί ο ελληνικός λαός με τα εθνοκτόνα οικονομικά μέτρα των Μνημονίων, να αλλοιωθεί ο ελληνικός χαρακτήρας των πόλεων με την αθρόα εισβολή λαθρομεταναστών στον ελλαδικό χώρο, αλλά και να εκμαυλιστεί η νεώτερη γενιά Ελλήνων με τα τηλε-σκουπίδια, ώστε να ατονήσει κάθε σοβαρή εθνική αντίδραση σε μελλοντική άτακτη υποχώρηση στο θέμα των Σκοπίων.
Η υποχώρηση αυτή επήλθε πράγματι με τη συμφωνία των Πρεσπών. Ήταν μία μοναδική ευκαιρία για τις πλανητικές υπερδυνάμεις, μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, να περάσει ο ανθελληνικός σχεδιασμός στη Μακεδονία, αφού ο άλλος πόλος της πολιτικής ζωής του τόπου, η Νέα Δημοκρατία, ποτέ δεν θα μπορούσε να υπερψηφίσει μία ανάλογη προδοτική συμφωνία (σ' αυτή την περίπτωση το κόμμα της ΝΔ θα διαλυόταν). Είναι, δε, πολύ ενδεικτικό των μεθοδεύσεων που επιχειρήθηκαν, το γεγονός ότι -με δεδομένη την πολιτική αδυναμία του κυβερνητικού εταίρου του ΣΥΡΙΖΑ, των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, να συνυπογράψει τη συμφωνία- η κυβέρνηση Τσίπρα δεν δίστασε να προωθήσει τη διάλυση, μέσω αποστασιών βουλευτών, τριών κομμάτων που εκπροσωπούνταν στη Βουλή των Ελλήνων κατά την περίοδο 2015-19: των Ανεξαρτήτων Ελλήνων (που, εν τέλει, αναγκάστηκαν να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από την κυβέρνηση), του “Ποταμιού” και της Ένωσης Κεντρώων. Οι αποσκιρτήσαντες βουλευτές των παραπάνω κομμάτων προσχώρησαν στην κυβερνητική πλειοψηφία, για να σχηματιστεί ο μαγικός αριθμός “151”, Κύριος οίδε έναντι ποίων ανταλλαγμάτων. Τρία κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου διαλύθηκαν, προκειμένου να ψηφιστεί η συμφωνία των Πρεσπών!
Έτσι, φθάσαμε στις 17 Ιουνίου 2018, στις Πρέσπες: ο Αλέξης Τσίπρας, πρωθυπουργός της Ελλάδας, και ο Ζόραν Ζάεφ, πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ, μετά των υπουργών εξωτερικών τους, αντίστοιχα τους Νίκο Κοτζιά και Νικόλα Ντιμιτρόφ, υπέγραψαν την ομώνυμη συμφωνία, η οποία αντικατέστησε την προ 23 ετών “Ενδιάμεση Συμφωνία”. Οι βασικές διατάξεις της είναι οι εξής:
• το συνταγματικό όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” αλλάζει -και καταργείται το προσωρινό όνομα “Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”- σε “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” ή απλώς “Βόρεια Μακεδονία” έναντι όλων και για εσωτερική χρήση (erga omnes)·
• η ιθαγένεια της χώρας ορίζεται ως “μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας”, χωρίς να αναγνωρίζεται εθνότητα·
• αναγνωρίζεται η “μακεδονική γλώσσα”, με τη σημείωση πως ανήκει στην οικογένεια των νότιων σλαβικών γλωσσών·
• η Βόρεια Μακεδονία υποχρεούται να αλλάξει το Σύνταγμά της και να ενημερώσει όλα τα κράτη και τους διεθνείς οργανισμούς που την αναγνωρίζουν είτε ως “Μακεδονία” είτε ως “ΠΓΔΜ”, να προχωρήσουν στην οριστική επίσημη μετονομασία της με το νέο όνομα·
• η Βόρεια Μακεδονία υποχρεούται, επίσης, να αλλάξει κάθε έγγραφο και ονομασία θεσμών που αναφέρεται σε “Δημοκρατία της Μακεδονίας” και “Μακεδονία” εντός 5 ετών από την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας·
• η ISO συντομογραφία της Βόρειας Μακεδονίας θα παραμείνει “MK” και “MKD”, ενώ αλλαγή θα επέλθει στις πινακίδες των αυτοκινήτων με τη συντομογραφία “NM” ή “NMK” να αντικαθιστά τη συντομογραφία “MK”·
• αναγνωρίζεται η ελληνικότητα της αρχαίας Μακεδονίας, διά του άρθρου 7, το οποίο αναφέρει πως οι δύο χώρες αναγνωρίζουν πως οι έννοιες “Μακεδονία” και “Μακεδόνας” αναφέρονται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτισμική κληρονομιά, όταν δε η αναφορά γίνεται στην Ελλάδα, αυτοί οι όροι σημαίνουν την περιοχή και τον πληθυσμό στην περιοχής της Βόρειας Ελλάδας, καθώς και στον ελληνικό πολιτισμό και ιστορία αυτής της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα, όταν όμως η αναφορά γίνεται στη Βόρεια Μακεδονία (το κράτος), αυτοί οι όροι αναφέρονται στην επικράτεια, τη γλώσσα και τους ανθρώπους, με τη δική τους διακριτή ιστορία και κουλτούρα·
• η Βόρεια Μακεδονία υποχρεούται εντός 6 μηνών να απαλείψει κάθε ανακρίβεια στα μνημεία που υπάρχουν στην επικράτειά της, δηλώνοντας στην επιγραφή τους την ελληνική τους ιστορικότητα και το σκοπό ανέγερσής τους ως ένδειξη φιλίας των δύο λαών·
• η Βόρεια Μακεδονία οφείλει, ακόμη, να καταργήσει από κάθε απεικόνιση το σύμβολο του Ήλιου της Βεργίνας, αναγνωρίζοντας το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του από την Ελλάδα·
• δημιουργείται επιτροπή που θα αξιολογήσει τα σχολικά βιβλία και τους χάρτες και στις δύο χώρες, ώστε να αφαιρεθεί κάθε αλυτρωτικό περιεχόμενο και να ευθυγραμμιστούν με τα πρότυπα της UNESCO και του Συμβουλίου της Ευρώπης·
• η Ελλάδα οφείλει να αποδεχτεί την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και να μην εμποδίσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση (διατηρώντας, ωστόσο, το δικαίωμα ένστασης και βέτο στην ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ σε περίπτωση που παραβιάζει τη Συμφωνία των Πρεσπών ή/και δεν προχωρά ικανοποιητικά στην αλλαγή της εσωτερικής ονομασίας της χώρας σε θεσμούς και έγγραφα)·
• τα κοινά σύνορα των δύο χωρών είναι διαρκή και απαραβίαστα διεθνή σύνορα·
• οι δύο χώρες δεσμεύονται να μην προβαίνουν σε αλυτρωτικές δηλώσεις και να διορθώνουν τυχόν λάθη στην αναγραφή και αναφορά της Βόρειας Μακεδονίας·
• τυχόν διαφορές θα επιλύονται με διμερή συνεννόηση, διαμεσολάβηση του ΟΗΕ ή με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο.
Η συμφωνία συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις και στις δύο χώρες. Στην Ελλάδα η αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας την χαρακτήρισε “επαίσχυντη” και “προδοτική”. Στην ΠΓΔΜ το αντιπολιτευόμενο VMRO-DPMNE, αλλά και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Ίβανοφ, κατηγόρησαν την κυβέρνηση Ζάεφ ότι οπισθοχώρησε αδιάντροπα προς όφελος των Ελλήνων. Μετά από περιπέτειες, η συμφωνία των Πρεσπών επικυρώθηκε τελικά και από τις δύο πλευρές. Ήδη από τις 20 Ιουνίου 2018 την υπερψήφισε το κοινοβούλιο των Σκοπίων, με το VMRO-DPMNE να αποχωρεί από τη διαδικασία, κάνοντας λόγο για “γενοκτονία του νόμιμου κράτους” και για “γενοκτονία όλου του έθνους”. Η ελληνική Βουλή επικύρωσε τη συμφωνία στις 25 Ιανουαρίου 2019, με οριακή πλειοψηφία 153 βουλευτών, κι ενώ είχε προηγηθεί η παραίτηση του υπουργού εξωτερικών Κοτζιά (17 Οκτωβρίου 2018) και η αποχώρηση των Ανεξαρτήτων Ελλήνων από τον κυβερνώντα συνασπισμό, στις 13 Ιανουαρίου 2019. Παράλληλα, μεγάλα συλλαλητήρια και διαδηλώσεις διοργανώθηκαν σε Ελλάδα και Σκόπια κατά της συμφωνίας. Στο μεταξύ, στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 είχε διεξαχθεί δημοψήφισμα στα Σκόπια (“ναι” ή “όχι” στη συμφωνία), με το κόμμα VMRO-DPMNE -που είχε πλέον αποβάλλει τις παλαιότερες υπερεθνικιστικές του θέσεις- να το μποϊκοτάρει: η συντριπτική πλειοψηφία του 91% των συμμετεχόντων ψήφισε υπέρ της συμφωνίας των Πρεσπών, αν και δεν τηρήθηκε το απαιτούμενο ελάχιστο 50% συμμετοχής (ψήφισε μόνο το 37%) και, κατά συνέπεια, οι εχθροί της συμφωνίας δεν το θεωρούν έγκυρο.
Πώς αξιολογεί τη συμφωνία των Πρεσπών ο εκ των κεντρικών πρωταγωνιστών της, τότε υπουργός εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς; Στο ογκώδες βιβλίο του για τη συμφωνία (8) γράφει συμπερασματικά τα ακόλουθα: “Η Συμφωνία μάς επιτρέπει να γίνουμε αυτό που είμαστε, «φυσικοί σύμμαχοι». [...] χάρη σε αυτήν αναγνωρίζεται η ελληνικότητα της πολιτισμικής-ιστορικής Μακεδονίας και μετακινείται το πρόβλημα από τον αλυτρωτισμό και τη διεκδίκηση μέρους του ελληνικού πολιτισμού, στη γεωγραφική συνύπαρξη σε μια περιοχή που είναι ευρύτερη της ιστορικής Μακεδονίας. Η τελευταία ανήκει σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα. [...] Η Συμφωνία των Πρεσπών σημαίνει αναβάθμιση της Ελλάδας και της διπλωματίας της σε πρωταγωνιστή στην ευρύτερη περιοχή. [...] λύνει προβλήματα και πριν από όλα το Ονοματολογικό, ενώ ταυτόχρονα είναι μια συμφωνία που αναβαθμίζει τον γεωστρατηγικό ρόλο της Ελλάδας. Η Συμφωνία κόβει τον δρόμο σε σχέδια μερίδας των τουρκικών ελίτ να φτιαχτεί γύρω από την Ελλάδα μια δαγκάνα που θα συνδυάζει απειλές από Ανατολάς, από Νότια και από Βορρά. [...] Ο επίσημος αλυτρωτισμός των Σκοπίων τελειώνει. [...] Με την υλοποίηση της Συμφωνίας, αποτρέπεται θέματα ταυτότητας να μετατραπούν σε γεωπολιτικές διαφορές. Ο ιστορικός αλυτρωτισμός του καθεστώτος Γκρουέφσκι, που εκφραζόταν με τα γνωστά ονόματα σε αεροδρόμια, λεωφόρους, αγάλματα, εξαλείφεται. Οι γείτονές μας Σλαβομακεδόνες αναγνώρισαν (Άρθρο 7 της Συμφωνίας) ότι η δική τους ιστορία είναι ένα ιδιαίτερο, ξεχωριστό, κομμάτι της ιστορίας των Σλάβων, που δεν έχει καμιά σχέση με την αρχαία ελληνική πολιτεία και ιστορία”. Και ολοκληρώνει τη σκέψη του ο Νίκος Κοτζιάς, γράφοντας ακόμη τα παρακάτω αναφορικά με τα οφέλη από τη συμφωνία: “Ποιο ήταν το συμφέρον μας; - Να αλλάξει όνομα η φίλη χώρα. Να αποκτήσει ένα σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό. Και το πετύχαμε. - Η ονομασία αυτή να ισχύει για το εξωτερικό και το εσωτερικό. Στους διεθνείς οργανισμούς, στις διακρατικές και στις διμερείς μας σχέσεις. Κυριολεκτικά erga omnes. Και για να είμαστε σίγουροι, να ενσωματωθεί στο Σύνταγμα της φίλης χώρας. Και το έκαναν”.
Με τις προηγούμενες εκτιμήσεις δεν συμφωνούν καθόλου οι πολέμιοι της συμφωνίας. Στο βιβλίο του Ιωάννη Αμπατζόγλου, “Η Συμφωνία των Πρεσπών και ο αγώνας για τη Μακεδονία” (εκδ. “Ερωδιός”, 2019), που αποτελεί συλλογή σχετικών άρθρων του συγγραφέα, η συμφωνία χαρακτηρίζεται ως “σχιζοφρενική”· διαβάζουμε χαρακτηριστικά τα κάτωθι: “Στο πρώτο άρθρο της Συμφωνίας των Πρεσπών και συγκεκριμένα στην παράγραφο 3β αναφέρεται ότι οι κάτοικοι των Σκοπίων θα έχουν «Μακεδονική» ιθαγένεια (στο αγγλικό κείμενο «nationality»), ενώ η παράγραφος 3γ του ίδιου άρθρου μας πληροφορεί ότι η γλώσσα των Σκοπίων θα ονομάζεται «Μακεδονική», η οποία περιγράφεται στο άρθρο 7 της ίδιας συμφωνίας. Ανατρέχοντας στο άρθρο 7 διαβάζουμε ότι η Μακεδονική γλώσσα των Σκοπίων ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών και στην 4η παράγραφό του επισημαίνεται ότι «η επίσημη γλώσσα και τα άλλα χαρακτηριστικά του Δεύτερου Μέρους (δηλ. των Σκοπίων) δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους (δηλ. της Ελλάδος)». Ενώ λοιπόν αναφέρεται ότι οι Σκοπιανοί μιλούν τη Σλαβική γλώσσα, όπως επίσης και «τα άλλα χαρακτηριστικά» των Σκοπίων «δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά» της Μακεδονίας που βρίσκεται στην Ελλάδα (αναφέρεται ως βόρεια περιοχή του Πρώτου Μέρους), ωστόσο η συμφωνία αυτή τους βαπτίζει «Μακεδόνες» και τη γλώσσα τους «Μακεδονική». Δηλαδή, η ίδια συμφωνία που αναφέρει ότι οι κάτοικοι αυτού του κρατιδίου ΔΕΝ έχουν σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες και μιλούν Σλαβική γλώσσα, θεωρεί λογικό να τους ονομάζει «Μακεδόνες» και την γλώσσα τους «Μακεδονική». Ο παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο! Και μόνο αυτό το στοιχείο της συγκεκριμένης συμφωνίας είναι αρκετό για να χαρακτηρισθεί σχιζοφρενική!”. Ιδού και ορισμένα ενδιαφέροντα επιχειρήματα από το προαναφερθέν βιβλίο του κ. Αμπατζόγλου κατά του δικαιώματος των Σκοπιανών να διεκδικούν για τον εαυτό τους τον προσδιορισμό “Μακεδόνες”: “α) τα Σκόπια ΔΕΝ κατέχουν έδαφος της αρχαίας Μακεδονίας αλλά της Δαρδανίας, Παιονίας και Πελαγονίας... [...] β) οι κάτοικοι των Σκοπίων που διεκδικούν το όνομα της Μακεδονίας είναι Σλάβοι, επομένως δεν θα ήταν σωστό να δεχθούμε ότι είναι Μακεδόνες... [...] γ) η γλώσσα τους είναι Βουλγαρική διάλεκτος, συγκεκριμένα 80% Βουλγαρικά και 20% Σερβικά, πάντως σε καμία περίπτωση δεν είναι η γλώσσα που μιλούσαν οι Μακεδόνες...”.
Κατά πόσον όμως η συμφωνία των Πρεσπών είναι νομικά έγκυρη, σύμφωνη δηλ. με το διεθνές δίκαιο και με την κείμενη εθνική μας νομοθεσία, κυρίως, δε, με τον υπέρτατο εθνικό νόμο, που είναι το Σύνταγμα της Ελλάδας; Κατ' αρχήν, διά της συμφωνίας αυτής παραβιάζεται μια σειρά από άρθρα της σύμβασης της Βιέννης, του 1961, η οποία φέρεται με τον τίτλο “Δίκαιο περί διπλωματικών σχέσεων”. Η σύμβαση αυτή, που τέθηκε σε πλήρη ισχύ το 1964, αποτελούσε καρπό εργασιών ειδικής επιτροπής που σύστησε ο ΟΗΕ για την κωδικοποίηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, τους αφορώντες διπλωματικές σχέσεις και ασυλίες. Γνωστό, δε, είναι ότι το διπλωματικό δίκαιο συνιστά μέρος του διεθνούς δικαίου, συνεπώς δύναται να δημιουργήσει νομικό προηγούμενο (νομολογία). Η συμφωνία, λοιπόν, των Πρεσπών παραβιάζει την ως άνω διεθνή σύμβαση -αλλά και τις εν γένει θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, όπως αυτές περί “αληθείας”, “καλής πίστεως” και “σαφήνειας”-, καθώς εντοπίστηκε να περιλαμβάνει ιστορικά ψεύδη, νομικές παραβιάσεις, ασάφειες, παραπειστικά επιχειρήματα και δόλο. Πιο συγκεκριμένα, η παραβίαση της ανωτέρω σύμβασης, του διεθνούς δικαίου στο σύνολό του, του Συντάγματος της Ελλάδας και του εθνικού (ελληνικού) δικαίου εστιάζεται κυρίως στα εξής σημεία της συμφωνίας των Πρεσπών:
1. Περιλαμβάνει κραυγαλέα ψευδή στοιχεία, όπως για παράδειγμα στο Μέρος Α΄, άρθρο 1, παρ. γ΄, καθώς και στο άρθρο 7, ενυπάρχει το δομικό ψεύδος, ότι δήθεν αναγνωρίστηκε από τον ΟΗΕ η πλαστή “μακεδονική” γλώσσα κατά την “Γ΄ διεθνή σύνοδο του ΟΗΕ για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων, του 1977”. Αντιθέτως, στις σημειώσεις της συνόδου εκείνης, στον τόμο l και στο Προοίμιο του τόμου 2 στη σελίδα ΙΙΙ της απόφασης 17/8-7/9, 1977, αναγράφεται πως: “Οι εφαρμοζόμενες ονομασίες και η παρουσίαση του υλικού σε αυτή την έκδοση δεν συνεπάγονται την έκφραση οποιασδήποτε γνώμης εκ μέρους της γραμματείας του ΟΗΕ”. Υπενθυμίζεται, δε, ότι αποτελεί συνήθη διεθνή πρακτική χωρίς ανάλογη γλώσσα να μην υπάρχει ούτε εθνότητα ούτε χώρα με το ίδιο όνομα, συνεπώς είναι αυθαίρετη η κατασκευή του όρου “Μακεδονία” και των παραγώγων του (“μακεδονικός-ή-ό” κτλ.) για τον προσδιορισμό του κράτους των Σκοπίων και του λαού του.
2. Μακεδόνες κατά την εθνικότητα, και μάλιστα εθνικότητα διαφορετική της ελληνικής, δεν υπάρχουν και ούτε μπορούν να δημιουργηθούν, στο πλαίσιο του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, από τη στιγμή που ο όρος “Μακεδονία”, από αρχαιοτάτων ήδη χρόνων είναι όρος ιστορικός και γεωγραφικός και όχι εθνολογικός, ταυτισμένος μάλιστα με τον ελληνικό πολιτισμό και ιστορία. Οι Μακεδόνες δεν είναι, ούτε υπήρξαν κατά το πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν, ιδιαίτερος εθνολογικός σχηματισμός. Απλώς, ως Μακεδόνες αποκαλούνται ανέκαθεν οι κάτοικοι της γνωστής από την αρχαιότητα περιοχής της ελληνικής Μακεδονίας, όπως αντίστοιχα ονομάζονται Θράκες οι κάτοικοι της Θράκης, Θεσσαλοί οι κάτοικοι της Θεσσαλίας, Πελοποννήσιοι οι κάτοικοι της Πελοποννήσου, κ.ο.κ., χωρίς να υπάρχει αντίστοιχα “θρακική” ή “θεσσαλική” ή “πελοποννησιακή” εθνικότητα. Οι τωρινοί κάτοικοι του κράτους των Σκοπίων δεν είναι παρά απόγονοι Σλάβων, οι οποίοι κατήλθαν στην περιοχή των Βαλκανίων κατά τον 6ο μόλις αιώνα μ.Χ., ενώ η σημερινή “μακεδονική” συνείδηση και εθνότητα κατασκευάστηκε μόλις μετά το 1945 από το καθεστώς Τίτο της Γιουγκοσλαβίας.
3. Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ παρανόμησε, όταν στις 12-13 Φεβρουαρίου 2019 αποδέχτηκε την εισαγωγή του θέματος στον Οργανισμό με κοινή (επί του ιδίου επιστολοχάρτου) επιστολή της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ, με την τελευταία όμως να αναφέρεται ως “Βόρεια Μακεδονία”, καθώς και με τα εθνόσημα των δύο χωρών. Η πράξη αυτή είναι σαφώς παράνομη, επειδή κατά την ημέρα αποστολής και παραλαβής της επιστολής δεν υπήρχε ακόμη χώρα με το όνομα “Βόρεια Μακεδονία”, την οποία να έχει εγκρίνει προηγουμένως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ωσαύτως, δεν απεστάλη προς το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ούτε η ειδική έκθεση του γενικού γραμματέα, όπως απαιτεί και περιγράφει η υπ' αριθμόν 845 Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, μετά την οποία αυτό αποφασίζει εάν θα κυρώσει ή όχι τη συμφωνία των Πρεσπών (όπως και κάθε ανάλογη συμφωνία), ως οφείλει και κατ’ εφαρμογή της δικής του Απόφασης υπ' αριθμόν 817.
4. Αγνοήθηκε κατάφωρα η λαϊκή βούληση της συντριπτικής πλειονότητας τόσο του ελληνικού όσο και του σκοπιανού λαού. Αυτό, γιατί ο ελληνικός λαός απαιτούσε δημοψήφισμα αντίστοιχο με εκείνο του λαού της ΠΓΔΜ, το οποίο όμως δεν διενεργήθηκε ποτέ κι έτσι καταπατήθηκε το θεμελιώδες άρθρο 1, παρ. 2 και 3 του Συντάγματος της Ελλάδας, που προβλέπει ρητά τα εξής: “Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία”. Καθώς επίσης προβλέπει και ότι: “Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα”. Αντίστοιχα, στο δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στην ΠΓΔΜ (30 Σεπτεμβρίου 2018) συμμετείχε μόνο το 37% των πολιτών και όχι άνω του 50%, που προβλέπει ως νομιμοποιητική βάση το σκοπιανό Σύνταγμα, άρα υπήρξε άκυρο, ενώ αποδεδειγμένα πάνω από το 65% του λαού των Σκοπίων (συμπεριλαμβανομένου του 9% που ψήφισε “όχι”) είναι εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών.
5. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 3566/2007 (ΦΕΚ Α΄ 117/05.06.2007), “Κύρωση ως Κώδικα του Οργανισμού του υπουργείου Εξωτερικών”, ο υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας, Νίκος Κοτζιάς, είχε τις περιοριστικά εκεί αναφερόμενες αρμοδιότητες, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται η συνομολόγηση διεθνών συνθηκών, για την οποία απαιτείται, κατά το άρθρο 5β του ανωτέρω νόμου, ειδική εξουσιοδότησή του. Επ’ αυτού όμως δεν έγινε προηγουμένως καμία απολύτως ειδική συζήτηση στη Βουλή, για τη λήψη σχετικής απόφασης με σκοπό την παροχή ειδικής προς υπογραφή εξουσιοδότησης-εντολής στον αρμόδιο υπουργό, ούτε τέθηκε προς έγκριση και εξουσιοδότηση στο υπουργικό συμβούλιο το σχέδιο της συμφωνίας, ούτε τέλος αυτό απετέλεσε αντικείμενο πολιτικής διαβούλευσης (αντιθέτως, αυτό συνέβη στην αντισυμβαλλόμενη ΠΓΔΜ), και -φυσικά- δεν ζητήθηκε η γνώμη και η αποδοχή της από τον ελληνικό λαό.
6. Ως προς το ισχύον διεθνές δίκαιο, σε συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6, 7, 26, 27 και 46 της σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, προκύπτουν τα εξής: ένα κράτος μπορεί εξαιρετικά να επικαλεσθεί, προς ακυρότητα μιας σύμβασης, διάταξη του εσωτερικού του δικαίου εφ' όσον τυγχάνουν παραβιάσεις. Αυτό μπορεί να γίνει από την κάθε κυβέρνηση, όπως επιβάλλει η διεθνής συνταγματική τάξη, με μία απλή ρηματική διακοίνωση διαφωνιών, διά της οποίας η Ελλάδα δύναται ανά πάσα στιγμή να προσβάλλει και να καταγγείλλει τη συμφωνία των Πρεσπών. Η συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί μία διμερή διακρατική συμφωνία υπό αίρεση που δύναται να προσβληθεί ως ακυρώσιμη, λόγω παραβίασης των άρθρων 35, παρ. 1 και 36, παρ. 1 του Συντάγματος (9), (10), και αφετέρου να θεωρηθεί ως λήξασα, διότι εξαντλήθηκε η προθεσμία που ορίζεται ρητά στη συμφωνία των Πρεσπών (Μέρος 1, Άρθρο 1, παράγραφος 4ε), που προέβλεπε ότι η ΠΓΔΜ θα έπρεπε να έχει ολοκληρώσει τις συνταγματικές της τροποποιήσεις έως το τέλος του 2018.
7. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της ΠΓΔΜ, Γκιόργκι Ίβανοφ, ουδέποτε υπέγραψε τη συμφωνία των Πρεσπών, κάτι που έπρεπε να πράξει κατά τους νόμους και τη συνταγματική τάξη της χώρας αυτής, προκειμένου η συμφωνία να θεωρείται έγκυρη από πλευράς Σκοπίων. Επομένως, από τη στιγμή που ο Σκοπιανός ανώτατος άρχων αρνήθηκε να θέσει την υπογραφή του στη συμφωνία των Πρεσπών, αυτή η τελευταία είναι άκυρη.
8. Οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Συντάγματος της ΠΓΔΜ (Βόρειας Μακεδονίας, πλέον...) ουδέποτε κοινοποιήθηκαν “ως ενιαίο κείμενο” διά ρηματικής διακοινώσεως στην Ελλάδα, ως ήταν πρέπον να γίνει. Στο σκοπιανό Σύνταγμα, δε, εξακολουθούν να παραμένουν αλυτρωτικές βλέψεις, οι οποίες ανατρέπουν όλα όσα υποτίθεται πως επιβάλλει η συμφωνία των Πρεσπών και, ασφαλώς, αντιτίθενται στις “σχέσεις καλής γειτονίας ομόρων κρατών”.
9. Παραβιάζεται επίσης και το άρθρο 108, παρ. 1 του Συντάγματος της Ελλάδας, καθώς η συμφωνία αποκόπτει τόσο τους γηγενείς (αυτόχθονες) Έλληνες όσο και τον απόδημο ελληνισμό από ουσιώδη στοιχεία της ιστορίας, του πολιτισμού και της ταυτότητάς τους, καθώς οι -παντελώς άσχετοι με αυτά- Σλάβοι και Αλβανοί των Σκοπίων θα μπορούν να τα διεκδικούν όλα στο μέλλον και σε μελλοντικές γενεές. Κάτι το οποίο σημαίνει ουσιώδη και ριζική αποκοπή των Ελλήνων από την πολιτιστική τους κληρονομιά.
10. Τέλος, η συμφωνία των Πρεσπών παραβιάζει το άρθρο 27 του Συντάγματος περί “απαγόρευσης αλλαγής των ορίων της επικράτειας”, καθώς είναι καταφανές ότι δεν επιτρέπεται ούτε η αλλαγή γεωγραφικών όρων και η απαλλοτρίωση εδαφών εντός της ελληνικής επικράτειας, τα οποία ανάγονται σε αρχαίους χρόνους. Εδώ κρύβεται δόλια και ύπουλα και το ζήτημα σιωπηρής μεταβολής όρων σε σειρά διεθνών συμφωνιών, όπως είναι το ελληνοσερβικό Πρωτόκολλο των Αθηνών της 5ης Μαΐου 1913, η ελληνοσερβική Συμφωνία της 1ης Ιουνίου 1913, το Οριοθετικό Πρακτικό της 21ης Ιουλίου 1913 και η Συνθήκη Βουκουρεστίου της 28ης Ιουλίου 1913, στις οποίες γίνεται καθορισμός των συνόρων και ορίζονται ως “Μακεδονία” μόνο τα παραχωρούμενα στην Ελλάδα εδάφη, τίποτε δε απολύτως πέραν τούτων (συνεπώς, ούτε εκείνα του σημερινού κρατιδίου των Σκοπίων).
Εκ των ανωτέρω, γίνεται σαφές ότι η συμφωνία των Πρεσπών είναι νομικά παράνομη και άκυρη! Πέραν, δε, των όποιων δικαιικών παραβάσεων σημειώθηκαν (που είναι εξόφθαλμες), ελλοχεύει πάντοτε ο εθνικός κίνδυνος, μελλοντικά, εξ αιτίας ακριβώς αυτής της συνθήκης, να επικαλεστούν τα Σκόπια, ή όποιο άλλο σχήμα προκύψει στον χώρο της άλλοτε ρωμαϊκής επαρχίας της Δαρδανίας, και όποτε αυτά κρίνουν ως σκόπιμο, θέμα μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα! Γεγονός που αυτομάτως θα κυοφορήσει ζήτημα “επανένωσης των μακεδονικών εδαφών” και “μεγάλης Μακεδονίας”, με ένταξη σ' αυτή της ελληνικής Μακεδονίας και ακρωτηριασμό της επικράτειας της Ελλάδας. Γι' αυτό τον λόγο, προέχει η εκ μέρους της Ελλάδας καταγγελία και η ακύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών. Κάτι το οποίο, με την είσοδό του στη Βουλή των Ελλήνων, το καλοκαίρι του 2019, πρότεινε προς την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το κόμμα της Ελληνικής Λύσης (για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής του κοινοβουλίου, η οποία θα διερευνήσει το πρόβλημα). Όμως η Νέα Δημοκρατία, και ενώ υποκριτικά κατεφέρθη εναντίον της εν λόγω συμφωνίας, την οποία και καταψήφισε, εν τούτοις κώφευσε στο κάλεσμα της Ελληνικής Λύσης και του προέδρου της, Κυριάκου Βελόπουλου. Αντιθέτως, και κατά τρόπο παράδοξο, προέβη σε μία άνευ προηγουμένου αντινομία: με δήλωση του ιδίου του πρωθυπουργού και προέδρου της ΝΔ “θα σεβαστεί τη συμφωνία των Πρεσπών”, έστω και αν... διαφωνεί με αυτή! Όντως, εντελώς αντιφατική, για να μην πούμε παράλογη, όσο κι αντεθνική θέση. Συνεπώς, με τη στάση της αυτή, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι πλήρως συνυπεύθυνη και συνένοχη με εκείνη του Αλέξη Τσίπρα για την προδοσία της Μακεδονίας, αποτελώντας πατριδοκάπηλη και ψευτοπατριωτική πολιτική δύναμη, η οποία υπηρετεί τα ίδια ακριβώς με τον ΣΥΡΙΖΑ ανθελληνικά συμφέροντα.
Συμπέρασμα: Η μόνη υπεύθυνη και πατριωτική αντίληψη είναι εκείνη που θέλει την άμεση κατάργηση της συμφωνίας των Πρεσπών και τη διεκδίκηση της μοναδικότητας της χρήσης του όρου “Μακεδονία” από τους Έλληνες και την Ελληνική Δημοκρατία.
Ολόκληρη η συμφωνία των Πρεσπών, εδώ: https://government.gov.gr/wp-content/uploads/2019/01/prespes_26.6%CE%A735.5_5.pdf
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι όχι η Ελλάδα, αλλά η Βουλγαρία είχε καταθέσει το 1991 υπόμνημα στον ΟΑΣΕ [Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη], σύμφωνα με το οποίο στο νεότευκτο τότε κράτος των Σκοπίων κατοικούσαν 2.000.000 Βούλγαροι και 200.000 Έλληνες. Πέραν αυτού, σε μία εκτίμηση απογραφής του πληθυσμού της “Δημοκρατίας της Μακεδονίας”, που πραγματοποιήθηκε επίσης εν έτει 1991, οι Έλληνες που ζούσαν στη σκοπιανή επικράτεια υπολογίστηκαν σε περίπου 250.000 ψυχές. Εξ αυτών, άλλοι είναι γηγενείς (αυτόχθονες) των πρώην ελληνικών επαρχιών Μοναστηρίου και Γευγελής, άλλοι είναι βλαχόφωνοι ή Σαρακατσάνοι, ενώ υπάρχουν και αρκετοί απόγονοι Ελλήνων πολιτικών προσφύγων του εμφυλίου πολέμου της Ελλάδας, 1946-49.
(2) Η κήρυξη ανεξαρτησίας του κράτους των Σκοπίων, που έως τότε αποτελούσε ομόσπονδη σοσιαλιστική δημοκρατία της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, άνοιξε τον “ασκό του Αιόλου” στον νότο των Βαλκανίων. Η Ελλάδα αντέδρασε αρνητικά στην ύπαρξη χώρας στα βόρεια σύνορά της που να αυτοονομάζεται “Μακεδονία” (με τα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών, αλλά και τα τρία διαδοχικά συμβούλια των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Καραμανλή – όλα αυτά το 1992). Μία ελληνική κυβέρνηση -υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη- έπεσε τον Σεπτέμβριο του 1993 με αφορμή το νεώτερο Μακεδονικό ζήτημα. Τον Φεβρουάριο του 1994 η νέα τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επέβαλλε οικονομικό αποκλεισμό (εμπάργκο) στα Σκόπια, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των Αμερικανών, των οποίων το γεωπολιτικό συμφέρον επέβαλλε την αναγνώριση των Σκοπίων και τη μετατροπή του σε γιγάντια αμερικανική βάση στην καρδιά της Βαλκανικής. Στο μεταξύ, τα Σκόπια αναγνωρίστηκαν προσωρινά από τον ΟΗΕ με την ονομασία “Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας” (ΠΓΔΜ, και στα αγγλικά FYROM).
(3) Για την “Ενδιάμεση Συμφωνία” του 1995 ο καθηγητής Ιωάννης Χολέβας παρατηρούσε στο ομώνυμο έργο του (εκδ. “Πελασγός”, 1995) τα εξής: “Όταν συνάπτεται μία διμερής Διεθνής Συμφωνία γίνεται ένας συγκριτικός απολογισμός τού τι επέτυχε η μία και η άλλη πλευρά (τα δύο συμβαλλόμενα “μέρη”). Έτσι: 1. Η Ελλάς επέτυχε: (1) να μη αρθεί το embargo πριν εφαρμοσθεί η ενδιάμεση Συμφωνία (δηλ. πριν αλλάξει η σημαία με τον Ήλιο της Βεργίνας), (2) να μη μπορούν τα Σκόπια να εντάσσονται σε διεθνείς οργανισμούς με άλλο όνομα εκτός FYROM, μέχρι τη συμφωνία για το όνομα. 2. Η ΠΓΔΜ επέτυχε: (1) να αναγνωρισθεί από την Ελλάδα ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, με εγγύηση των σημερινών της συνόρων, (2) να χρησιμοποιεί το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” στις οικονομικές της συναλλαγές, (3) να μη αναγνωρισθεί ο Ήλιος της Βεργίνας ως ανήκων στην ελληνική ιστορική κληρονομία, (4) να αναγνωρισθεί ότι έχει κι αυτή ιστορική κληρονομία, παρ' ότι είναι νέο κράτος (μόλις 50 ετών), πράγμα που την ενισχύει στην προσπάθειά της να κάνει λόγο για “μακεδονικό έθνος” (η οποία ιδιαίτερα την ενδιαφέρει), (5) να μη δεσμεύουν την κυβέρνησή της έγγραφα στα οποία παλιότερα συμφώνησε, αλλά δεν είχε υπογράψει (αυτή είναι η έννοια της επιστολής Τσερβενκόφσκι προς Βανς), (6) να μη αναλάβει καμμιά δέσμευση ως προς το όνομα, (7) να προχωρήσει η εφαρμογή της ενδιάμεσης Συμφωνίας ανεξάρτητα από τη διαφορά και τις τριβές ως προς το όνομα, (8) να μη αντικαταστήσει τις επίμαχες διατάξεις του Συντάγματός της (Προοίμιο, αρ. 3 και 49), περιοριζόμενη μόνο σε σχετικές διευκρινήσεις, (9) όχι μόνο να άρει η Ελλάς το embargo, αλλά και να χάσει τη δυνατότητα ξαναχρησιμοποίησής του ως όπλου εναντίον της, (10) να προσδοκά κάθε μορφής οικονομική ενίσχυση από την Ευρ. Ένωση, με μεσολάβηση της Ελλάδος, και (11) (εκτός συμφωνίας) να ανταλλάξει αμέσως πρέσβεις με τις Η.Π.Α. αναβαθμίζοντας τις μεταξύ τους διπλωματικές σχέσεις. 3. Επ' ωφελεία και των δύο μερών είναι (όπως το επεδίωξαν άλλωστε): (1) Η επανάληψη των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων και (2) η χρησιμοποίηση από την ΠΓΔΜ του λιμένα της Θεσσαλονίκης για μεταφορές αγαθών”.
(4) Εννοούν τους Σλαβομακεδόνες.
(5) Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, ο ένοπλος βραχίονας του ΚΚΕ.
(6) Ο πανσλαβισμός, που πρεσβεύει την ένωση των σλαβογενών λαών υπό την ηγεσία της Ρωσίας, εδρεύει στη Μόσχα, και ως διαρκές του όνειρο έχει την έξοδο των Σλάβων στο Αιγαίο. Γι' αυτό τον λόγο, υποκίνησε και υποστήριξε παλαιότερα τις βουλγαρικές επεκτατικές διαθέσεις στην ελληνική Μακεδονία και Θράκη και, πιο πρόσφατα, τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων. Στόχος του: μία “Μεγάλη Μακεδονία” με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, η οποία θα υπηρετεί τα πανσλαβικά (ρωσικά) γεωπολιτικά συμφέροντα.
(7) Ο Ουγγροεβραίος διεθνής τοκογλύφος Τζορτζ Σόρος, άπατρις και αριστερών αντιλήψεων, δημιουργός του ιδρύματος “Ανοιχτή Κοινωνία”, επένδυσε από την πρώτη στιγμή στο κράτος των Σκοπίων, παράσχοντάς του πολύτιμη αρωγή, ερχόμενος έτσι σε αντίθεση με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα στον μακεδονικό χώρο.
(8) “Η λογική της λύσης. Πολιτική θεωρία και πρακτική στις διεθνείς σχέσεις – Αλήθειες για το Μακεδονικό και τη διαπραγμάτευση” (εκδόσεις “Gutenberg”, 2020).
(9) Άρθρο 35 (Ισχύς των πράξεων, προσυπογραφή), παρ. 1, του Συντάγματος της Ελλάδας: “Kαμία πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του αρμόδιου Yπουργού, ο οποίος με μόνη την υπογραφή του γίνεται υπεύθυνος, και χωρίς τη δημοσίευσή της στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως. Στην περίπτωση που η Kυβέρνηση απαλλαγεί από τα καθήκοντά της σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 1, αν ο Πρωθυπουργός δεν προσυπογράφει το οικείο διάταγμα, αυτό υπογράφεται μόνο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας”.
(10) Άρθρο 36 (Διεθνής παραστάτης, διεθνείς συνθήκες), παρ. 1, του Συντάγματος της Ελλάδας: “O Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τήρηση οπωσδήποτε των ορισμών του άρθρου 35 παράγραφος 1, εκπροσωπεί διεθνώς το Kράτος, κηρύσσει πόλεμο, συνομολογεί συνθήκες ειρήνης, συμμαχίας, οικονομικής συνεργασίας και συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις και τις ανακοινώνει στη Bουλή, με τις αναγκαίες διασαφήσεις, όταν το συμφέρον και η ασφάλεια του Kράτους το επιτρέπουν”.