Σοβιετικά και ρωσικά δίκτυα πληροφοριών στην «καρδιά» της αμερικανικής κατασκοπείας
Δεκέμβριος 2007
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Η σύλληψη του Αμερικανού υπαλλήλου της αντικατασκοπείας Όλντριτς Έιμς στις 21 Φεβρουαρίου 1994 σόκαρε την κοινωνία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Ο συλληφθείς δεν ήταν ο οποιοσδήποτε τυχαίος «τυφλοπόντικας» του εχθρού, που κατάφερε και διείσδυσε στα ενδότερα των απορρήτων της μητέρας-πατρίδας: ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την αποκάλυψη και την τιμωρία δεκάδων Ρώσων κατασκόπων, οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί από τη CIA και δρούσαν για λογαριασμό των συμφερόντων των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της τελευταίας φάσης του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και μετά το πέρας του. Μία τιμωρία που στη γλώσσα των άλλοτε κραταιών σοβιετικών υπηρεσιών ισοδυναμούσε – εφόσον αφορούσε εσχάτη προδοσία – με μαρτυρικό θάνατο...
Η εκλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν (Ronald Reagan) στην προεδρία των ΗΠΑ το 1980 σηματοδότησε την απαρχή κοσμοϊστορικών εξελίξεων, που οδήγησαν τον Ψυχρό Πόλεμο σε ένα τέλος, που κανένας δεν είχε ως τότε προβλέψει. Ήταν βέβαια εξαρχής σαφές ότι ο νέος Αμερικανός πρόεδρος θα ακολουθούσε μια σκληρότερη και «πατριωτικότερη» εξωτερική πολιτική σε σχέση με τους προκατόχους του, με γνώμονα κυρίως τη στάση των ΗΠΑ ως προς το «αντίπαλον δέος» της Σοβιετικής Ένωσης. Ποιος όμως θα μπορούσε να φανταστεί τότε ότι η άνοδος του Ρέιγκαν θα αποτελούσε πραγματική «επανάσταση», η οποία και θα έθετε την ιστορία σε πλήρη κίνηση, προκαλώντας την άδοξη κατάρρευση του αντίπαλου και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου;
Στη νέα αμερικανική τακτική, θέση-κλειδί αποτελούσε ο ρόλος των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας, αυτών των αφανών ηρώων, που και στο παρελθόν είχαν σημαδέψει με τη δράση τους στο παρασκήνιο γεγονότα εξαιρετικής σημασίας για την έκβαση του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Έτσι και στις νέες διαμορφωθείσες συνθήκες, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι αντίπαλοι πλανητικοί συνασπισμοί βρέθηκαν να τοποθετούν τις «αόρατές» τους δυνάμεις πάνω σ’ αυτή την τόσο πολύπλοκη και ιδιότυπη σκακιέρα. Ειδικά για τους Αμερικανούς επιτελείς των μυστικών υπηρεσιών ο ζήλος ήταν πολύ μεγάλος: ήθελαν, μεταξύ των άλλων, να «ξεπλύνουν» την τιμή της CIA, της «Εταιρίας» (όπως αρέσκονταν να την αποκαλούν), που μόλις εξέρχονταν από μια τραυματική για το κύρος της περίοδο, που κατέδειξε τη σοβιετική υπεροχή στον τομέα του «σιωπηρού μετώπου».
Η νέα λοιπόν φάση του Ψυχρού Πολέμου, που έμελλε να είναι και η τελική, ξεκίνησε με τον ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων να αγγίζει το ζενίθ του προς το τέλος της πρώτης θητείας Ρέιγκαν, είτε με ενέργειες που χαρακτηρίστηκαν «προβοκατόρικες» (π.χ. κατάρριψη του νοτιοκορεάτικου Jumbo από τους Σοβιετικούς το Σεπτέμβριο του 1983) είτε με επέκταση των πολιτικών-στρατιωτικών ζητημάτων στο πεδίο ακόμη και του αθλητισμού (περίπτωση αποχής των χωρών του ανατολικού συνασπισμού από τους Ολυμπιακούς αγώνες του Λος Άντζελες το 1984, ως απάντηση στην άρνηση των ΗΠΑ να συμμετάσχουν στους αντίστοιχους αγώνες της Μόσχας τέσσερα έτη νωρίτερα).
Κι όμως, εκεί που οι αμερικανικοί σχεδιασμοί φάνηκαν να αποδίδουν καρπούς, ιδιαίτερα μετά την άνοδο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στη σοβιετική ηγεσία το 1985, κάτι φάνηκε να μην πηγαίνει καλά για τους Αμερικανούς στον αδυσώπητο πόλεμο των παρασκηνίων. Ήδη από τους πρώτους μήνες της δεύτερης τετραετίας Ρέιγκαν η αμερικανική κατασκοπεία εμφάνιζε σοβαρές ρωγμές. Τα νέα από διάφορα μήκη και πλάτη της υφηλίου δεν ήταν καθόλου ευχάριστα: ο ένας μετά τον άλλο πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης, που «αποσκίρτησαν» στην αντίπερα όχθη και είχαν καταστεί υπερπολύτιμοι πράκτορες των ΗΠΑ, βρίσκονταν νεκροί, δολοφονημένοι από κάποιο «αόρατο» όσο και αμείλικτο χέρι-τιμωρό.
Εκτός αυτού, δεκάδες άρχισαν να γίνονται τα περιστατικά σύλληψης, φυλάκισης και εκτοπισμού στις κρύες ζώνες της Σιβηρίας και άλλων Σοβιετικών στρατολογημένων από τη CIA, που όλοι τους ήταν αληθινά διαμάντια για την «Εταιρία». Στα κεντρικά της υπηρεσίας στο Λάνγκλεϊ της Βιρτζίνια η ανησυχία, όσο και ο πόνος για τον χαμό τόσων ανθρώπων, άρχισαν να κορυφώνονται. Είχε πια καταστεί σαφές ότι δεν μπορεί να ήταν τυχαία η αποκάλυψη τόσο πολλών κρίσιμων συνεργατών της, που πολλά είχαν προσφέρει από το ίδιο το κέντρο της «Κολάσεως», όπως φαντάζονταν τότε την αντίπαλο υπηρεσία, την περιβόητη KGB. Η ανησυχία των ιθυνόντων της CIA είχε πράγματι ρεαλιστικές βάσεις: οι ΗΠΑ κινδύνευαν να «αδειάσουν» από έμψυχο υλικό πρακτόρων πίσω από το «παραπέτασμα», αφού ήταν πια βέβαιο ότι και αυτοί που ακόμη ζούσαν θα σταματούσαν τρομοκρατημένοι τη φιλοαμερικάνικη δράση τους. Κι όλα αυτά στην πιο κρίσιμη στροφή του Ψυχρού Πολέμου...
Έπρεπε συνεπώς να παρθούν άμεσα μέτρα. Οι άκρως απόρρητες πληροφορίες που εξόντωναν τους καλύτερους κατασκόπους των ΗΠΑ προέρχονταν σίγουρα μέσα από το Λάνγκλεϊ. Άλλωστε δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, κάθε περίπτωση να γνωρίζει κάποιος έξω από το αρχηγείο της CIA αποκλείονταν ως κάτι περισσότερο από παράλογη. Υπήρχε λοιπόν κάποιος προδότης ανάμεσά τους. Κι αυτή ήταν η πιο σύνθετη, η πιο λεπτή αποστολή, να βρεθεί δηλαδή ο άνθρωπος που τόση ζημιά προκαλούσε στην πατρίδα του. Αποστολή φοβερά δύσκολη, όμως απολύτως επιβεβλημένη. Χώρος για αποτυχία στην αποστολή αυτή πολύ απλά δεν υπήρχε.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΟΛΝΤΡΙΤΣ ΕΪΜΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1973
Γεννημένος στις 26 Μαΐου 1941 στο Ρίβερ Φολς του Γουϊσκόνσιν, γιος του Κάρλτον Έιμς (Carleton Ames) και της Ρέιτσελ Όλντριτς (Rachel Aldrich), ο Όλντριτς Χέιζεν Έιμς (Aldrich Hazen Ames) υπήρξε γέννημα-θρέμμα της CIA. Ο πατέρας του ήταν ήδη επί σειρά ετών υπάλληλος της υπηρεσίας, όταν ο έφηβος Όλντριτς – ή χαϊδευτικά Ρικ – δοκιμάστηκε το καλοκαίρι του 1957 σε πρόγραμμα stage της CIA. Κρίθηκε κατάλληλος να συνεχίσει και σε ηλικία μόλις 21 ετών, το 1962, διορίστηκε με πλήρη απασχόληση στην υπηρεσία, αν και σε ιδιαίτερα χαμηλό πόστο. Είναι η περίοδος της λεγόμενης χρυσής εποχής για την CIA. Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι της υπηρεσίας ζούσαν με την αίσθηση ότι γι’ αυτούς όλα επιτρέπονται. Διέθεταν απύθμενους άδηλους πόρους, έχοντας απεριόριστα προνόμια και δυνατότητες: μπορούσαν να ανεβοκατεβάζουν προέδρους και κυβερνήσεις, χωρίς να δίνουν εξηγήσεις σε κανέναν, αφού ένιωθαν αναπόσπαστα μέλη της μεγαλύτερης μυστικής κοινότητας του πλανήτη! Η φήμη της υπηρεσίας είχε φτάσει τότε σε τέτοιο σημείο, στην πρώτη και κρίσιμη φάση του Ψυχρού Πολέμου, ώστε κάθε Αμερικανός πολίτης να αισθάνεται στο άκουσμά της ένα περίεργο μείγμα εθνικής υπερηφάνειας, αλλά και έντονου δέους. Αν αυτό το αίσθημα παντοδυναμίας της CIA ήταν υπερβολικό ή όχι, η ιστορία θα μπορέσει κάποτε να κρίνει μόνο αν αναλύσει τα πράγματα διαμέσου του πρίσματος εκείνης της εποχής.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες προσλήφθηκε στην CIA ο νεαρός Έιμς κι ενώ συνέχιζε ακόμη τις πανεπιστημιακές του σπουδές στην ιστορία. Η μυστικοπάθεια που τον χαρακτήριζε και η προσήλωσή του στην εργασία του τον βοήθησαν στη σχετικά γρήγορη αναρρίχησή του. Το 1972 η υπηρεσία, κρίνοντας ότι θα μπορούσε να βοηθήσει στον τομέα της αντιμετώπισης της σοβιετικής κατασκοπείας, τον έστρεψε προς αυτή την κατεύθυνση. Έμαθε λοιπόν γρήγορα τη ρωσική γλώσσα και απορροφήθηκε στο νευραλγικό τμήμα «Σοβιετική Ένωση» της Διεύθυνσης Επιχειρήσεων της CIA, κάτι που σήμαινε ότι το έργο του εφεξής θα ήταν εστιασμένο στην αντικατασκοπεία των Σοβιετικών πρακτόρων. Αποστολή τρομερά δύσκολη, αν λάβουμε υπόψη μας τις μυθικές διαστάσεις που είχε αποκτήσει η ικανότητα διεισδυτικότητας της KGB στον πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κόσμο της Δύσης.
Εν τω μεταξύ, ο πατέρας Έιμς ήταν ήδη πέντε χρόνια συνταξιούχος της CIA, όταν πέθανε από καρκίνο το 1972. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών παρουσιάστηκαν και τα πρώτα προβλήματα στη συμπεριφορά του Όλντριτς, όπως καταγράφτηκαν στον ειδικό του υπηρεσιακό φάκελο και τα οποία πάντως δεν στάθηκαν εμπόδιο στην εξέλιξη της καριέρας του. Για παράδειγμα μόλις λίγους μήνες μετά το διορισμό του συνελήφθη, επειδή οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα. Το 1965 μάλιστα κρατήθηκε εκ νέου στο αστυνομικό τμήμα, λόγω «αλόγιστης οδήγησης, συνέπεια μέθης». Ο υπεύθυνος για την έγκριση της μετάθεσής του στο τμήμα αντικατασκοπείας της KGB το 1972 είχε οπωσδήποτε λάβει γνώση της έφεσης του Έιμς στη χρήση οινοπνευματωδών ουσιών. Δεν εμπόδισε όμως την προοπτική του νέου άντρα, ίσως γιατί γνώριζε ότι και ο γηραιότερος των Έιμς ήταν χαρακτηρισμένος από την εργοδοσία του ως «σε κάποιο βαθμό εξαρτημένος από το αλκοόλ».
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το ψυχογράφημα, στο οποίο υποβλήθηκε ο Ρικ Έιμς το πρώτο διάστημα της εργασίας του στην CIA. Η εισήγηση των ψυχολόγων της υπηρεσίας έκανε λόγο για «άνθρωπο θεωρητικό και καθόλου πρακτικό, απομονωμένο στον εαυτό του, που δεν έχει το χάρισμα να επικοινωνεί θετικά με τους συνανθρώπους του». Παρόλα αυτά στο πόρισμα χαρακτηρίζεται επίσης και ως «έξυπνος, ενεργητικός και έτοιμος να διενεργήσει κατασκοπεία προς όφελος της πατρίδας του». Παρόλο που η έλλειψη κοινωνικότητας θεωρείται εξ ορισμού αρνητικό στοιχείο για έναν άνθρωπο των υπηρεσιών πληροφοριών, τελικά οι θετικές παράμετροι της προσωπικότητάς του επικράτησαν, με επακόλουθο την ανοδική του μετέπειτα πορεία στην ιεραρχία της CIA.
Για την πρώτη του γυναίκα, τη Νάνσυ Σίγκιμπαρτ (Nancy Sigibart) , με την οποία παντρεύτηκε την άνοιξη του 1969, λίγα πράγματα έχουν βγει στο φως της δημοσιότητας. Παρέμειναν μαζί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ο Έιμς γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Είναι γνωστό πάντως ότι υπήρξε και αυτή υπάλληλος της CIA, έστω και σε καθαρά διοικητικές θέσεις και λέγεται ότι γνωρίστηκε με το Ρικ σε ένα σεμινάριο της υπηρεσίας. Σύμφωνα με τον φάκελό του, οι μεταξύ τους αντιδικίες ήταν πολύ συχνό φαινόμενο και είχαν φτάσει αρκετές φορές στα πρόθυρα του διαζυγίου.
Η πρώτη «εκτός έδρας» αποστολή του ήταν στην Άγκυρα, στην πρώτη γραμμή του Ψυχρού Πολέμου, όπου θα αναλάμβανε τα καθήκοντα αξιωματικού επιχειρήσεων. Η μετάθεσή του στην εκεί αμερικανική πρεσβεία (όπου και δρούσε υπό διπλωματική κάλυψη το τοπικό παράρτημα της CIA) ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για τον Έιμς, αφού βρέθηκε ξαφνικά σε μια χώρα έντονου ενδιαφέροντος για τις υπερδυνάμεις, που συνόρευε τόσο με τη Σοβιετική Ένωση, όσο και με χώρες όπως η Βουλγαρία, η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Παρέμεινε στην τουρκική πρωτεύουσα επί τρία συνολικά έτη, έχοντας εντυπωσιακές μεταπτώσεις στην αξιολόγησή του από την υπηρεσία. Ενώ ξεκίνησε πολύ ικανοποιητικά έχοντας επίδοση με την ένδειξη «ισχυρός» (“strong”), εντούτοις προς το τέλος της θητείας του στην Τουρκία ο βαθμός αξιολόγησής του ήταν «ακατάλληλος» (“unsuited”) για το συγκεκριμένο εργασιακό πεδίο. Κι όλα αυτά, ενώ στα μισά περίπου της εκεί παραμονής του είχε διέλθει κι από την ένδειξη «πεπειραμένος» (“proficient”). Έτσι επέστρεψε στις ΗΠΑ το 1972, για να περάσει πλέον στον τομέα που έμελλε να καταστεί για τον ίδιο, αλλά και για πολλούς άλλους ανθρώπους, μοιραίος.
Εκείνη ακριβώς τη χρονιά-σταθμό, το 1972, κι ενώ ο Ρικ ετοιμάζονταν να αρχίσει τα μαθήματα υπερ-εντατικής εκμάθησης της ρωσικής γλώσσας, οι υπεύθυνοι της CIA ήταν και πάλι διχασμένοι. Το δίλημμα σχετίζονταν με τις άκρως αντιφατικές αναφορές που κρατούσαν στα χέρια τους για αυτόν τον άνθρωπο, αλλά και με την ευκολία του να περνάει από το ένα άκρο στο άλλο, ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Εντύπωση τους προκαλούσε η έκθεση που είχε συντάξει για την περίπτωση ο επικεφαλής της αμερικανικής κατασκοπείας στην Άγκυρα Ντιούι Κλάριτζ (Dewey Claridge) και η οποία χαρακτήριζε εντελώς άμεσα τον Έιμς ως «τεμπέλη, ανίκανο να συγκεντρωθεί στην εργασία του και ακατάλληλο για αποστολές στο εξωτερικό». Από την άλλη όμως οι ειδικές δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλονταν, καθώς και πτυχές του έργου του έδειχναν άνθρωπο ιδιαίτερα ευφυή, από τους καλύτερους αναλυτές, έναν στοχαστή με εξαιρετικά σπάνιες αρετές και πολύτιμη αξία. Μετά από δραματικές αμφιταλαντεύσεις, και πάλι στο τέλος η ζυγαριά έκλινε υπέρ του Έιμς...
Το ξεκίνημα του Έιμς στο τμήμα της αντικατασκοπείας κατά της ΕΣΣΔ συνέπεσε με την έναρξη της περίφημης περιόδου της αποπυρηνικοποίησης. Το Μάιο του 1972 η επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον (Richard Nixon) στη Μόσχα χαρακτηρίστηκε ως επιτυχής και έδωσε πολλές ελπίδες στην ανθρωπότητα. Ακολούθησαν συμφωνίες κορυφής ανάμεσα στις δύο πλευρές για περιορισμό των πυρηνικών όπλων και χρήση ειρηνικών μεθόδων προς επίλυση των όποιων διαφορών. Όλα αυτά όμως δεν άγγιξαν καθόλου τον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες όχι μόνο συνέχισαν, αλλά αναβάθμισαν κιόλας τη δράση τους. Την ίδια λοιπόν ώρα που οι πάγοι μεταξύ Δύσης και Ανατολής άρχισαν να λιώνουν, η KGB έστειλε επιπλέον ανθρώπους της στις τρεις σοβιετικές διπλωματικές αποστολές στις ΗΠΑ (δηλαδή στην Ουάσιγκτον, τη Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο), αυξάνοντας τον αριθμό των πρακτόρων της από 120 πριν τις συμφωνίες σε 220 κατόπιν.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1973 συνέβη ένα περιστατικό, το οποίο πολλά χρόνια αργότερα θυμήθηκαν όλοι όσοι ενεπλάκησαν στην υπόθεση Έιμς. Τη βραδιά εκείνη και ενώ παρίστατο στη χριστουγεννιάτικη δεξίωση της CIA, ο Έιμς ήπιε τόσο πολύ, ώστε χρειάστηκε η παρέμβαση σωματοφυλάκων για την μεταφορά του στο σπίτι του! Μάλιστα η αναφορά για το περιστατικό τονίζει και την αγενή συμπεριφορά του, όπως και την άσεμνη στάση που κρατούσε απέναντι σε μια υπάλληλο της υπηρεσίας, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει και αφορμή ακόμη δημοσιογραφικού σκανδάλου, αν τύχαινε και γινόταν αντιληπτή. Όμως αντίδραση από την πλευρά της CIA δεν υπήρξε. Θεωρήθηκε ένα δευτερεύον συμβάν και γρήγορα λησμονήθηκε, το ίδιο όπως και τα παλαιότερα περιστατικά. Κι όλα αυτά, παρόλο που λίγους μόλις μήνες πριν, στην αξιολόγησή του από το νέο του τμήμα, ο Έιμς μεταξύ άλλων χαρακτηρίζονταν ότι «είναι αργός στην εργασία του, αποφεύγει να μελετά τις λεπτομέρειες» και τονίζονταν – ξανά – η αδυναμία του στο αλκοόλ.
ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ «ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ» ΤΗΣ CIA
Πολλοί υπήρξαν αυτοί μέσα στην CIA, οι οποίοι απορούσαν πώς ένας τόσο ασταθής τύπος, με ακραίες συμπεριφορές και απρόσμενες αντιδράσεις, μπορούσε με την πάροδο των ετών να σταθεροποιείται στον πιο σημαντικό τομέα της υπηρεσίας και μάλιστα να ανεβαίνει σιγά-σιγά και στην ιεραρχία. Φτάνοντας όμως στην υπόθεση του στρατολογημένου πράκτορα Φεντερένκο και στο ρόλο που έπαιξε σ’ αυτή ο Έιμς, άρχισαν να κατανοούν αφενός την προώθηση του από την υπηρεσία σε ανώτερα πόστα και αφετέρου την υπερπροστασία που του επεδείκνυε, παρόλα τα οφθαλμοφανή ελαττώματά του.
Ο Σεργκέι Φεντερένκο, λαμπρός Σοβιετικός μηχανικός και μέλος της ελίτ της Μόσχας της εποχής, εργάζονταν το 1974 στη Γραμματεία του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, στο τμήμα εκείνο του οργανισμού, που ήταν υπεύθυνο για τον αφοπλισμό στον πλανήτη. Νέος, μορφωμένος, με ευχάριστο παρουσιαστικό και πολύ όμορφη σύζυγο, τράβηξε γρήγορα την προσοχή των ανθρώπων της CIA, που τελικά κατάφεραν να τον στρατολογήσουν για λογαριασμό τους. Η CIA αποφάσισε τότε να εμπιστευτεί την περίπτωση αποκλειστικά στον Όλντριτς Έιμς, ο οποίος και θα αναλάμβανε «χειριστής» (στη γλώσσα των μυστικών υπηρεσιών σημαίνει τον υπεύθυνο επιτελή πληροφοριών για δεδομένο συνεργάτη) του Σοβιετικού. Πράγματι, ο Έιμς ταξίδευε πια συνεχώς στη Νέα Υόρκη και συναντιόνταν με τον Φεντερένκο, ο οποίος του έδινε πολύτιμο υλικό.
Η συνεργασία των δύο αντρών χαρακτηρίστηκε εξαρχής ως επιτυχημένη. Οι πληροφορίες που έδινε ο Φεντερένκο για την παρουσία και τη δράση των Σοβιετικών στο έδαφος των ΗΠΑ ήταν πέρα για πέρα ακριβείς και συνοδεύονταν μάλιστα και από αναλύσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιούσε ο Ρώσος για κάθε έναν από τους αξιωματούχους της KGB. Οι υπεύθυνοι στην έδρα της CIA στο Λάνγκλεϊ άρχισαν να «τρίβουν τα χέρια τους» από την ικανοποίηση που ένιωθαν να έχουν «στο πιάτο τους» όλη την αντιπροσωπεία της φοβερής σοβιετικής υπηρεσίας στις ΗΠΑ.
Όλοι λοιπόν στην CIA ήταν ευχαριστημένοι από την απόδοση του Έιμς. Όλοι, εκτός από έναν: τον έμπειρο αξιωματούχο της αμερικανικής αντικατασκοπείας Πολ Ρέντμοντ (Paul Redmond), ο οποίος αναρωτιόνταν για τις πραγματικές ρίζες της επιτυχίας του Έιμς. Στη συμπεριφορά του Φεντερένκο ο Ρέντμοντ διέβλεπε κάτι το άδηλο, κάτι το ύποπτο. Πώς είναι δυνατόν – σκέπτονταν ο Αμερικανός – ο Φεντερένκο να δρα έτσι απλά και να δαφνοστεφανώνεται ήδη με τόσες ξαφνικές επιτυχίες, μην έχοντας προηγουμένως καμία σχέση με υπηρεσίες πληροφοριών και μην ανησυχώντας καθόλου για το αν υποπτεύονταν τις κινήσεις του οι συμπατριώτες του; Με τον καιρό ο Ρέντμοντ έβγαλε πιο ασφαλές συμπέρασμα: ναι, κάτι δεν ήταν καθόλου εντάξει στην όλη υπόθεση...
Τότε, περίπου έναν χρόνο μετά την πρώτη συνάντησή του με τον Φεντερένκο, ο Έιμς πραγματοποίησε τη μεγάλη γκάφα, που παραλίγο να θέσει οριστικό τέρμα στην καριέρα του στις μυστικές υπηρεσίες. Τι ακριβώς συνέβη; Μια μέρα ο Έιμς ταξίδευε όπως πάντα με το νεοϋορκέζικο μετρό μέχρι το μυστικό διαμέρισμα, στο οποίο συναντούσε τον Σοβιετικό. Συνέβη λοιπόν να αποκοιμηθεί, εφόσον δεν είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα, ταξιδεύοντας από τις 4 τα χαράματα με το τρένο της γραμμής Ουάσιγκτον – Νέα Υόρκη. Ξύπνησε απότομα από το ταρακούνημα του συρμού στην τελευταία στάση και βιαστικά πετάχτηκε έξω στην αποβάθρα. Λίγο αργότερα συνειδητοποιούσε ότι είχε ξεχάσει μέσα στο βαγόνι την διπλωματική του βαλίτσα, με όλα τα απαραίτητα και «καυτά» απόρρητα έγγραφα μέσα σ’ αυτήν! Πανικόβλητος έψαξε σε όσα βαγόνια μπορούσε, σε κάθε σχεδόν στάση, αναζητώντας τη βαλίτσα ακόμα και μέσα στους κάδους των σκουπιδιών. Τον τρομοκρατούσε η ιδέα ότι στην ίδια γραμμή καθημερινά ταξίδευαν οι Σοβιετικοί αντιπρόσωποι στον ΟΗΕ και ότι μέσα στη βαλίτσα υπήρχαν ακόμη και φωτογραφίες του Φεντερένκο με πράκτορες της KGB.
Στην αρχή η CIA δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Τελικά επελέγη η λύση να μπει αγγελία στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας της εφημερίδας “New York Times”, όπου και παρακαλούνταν όποιος βρει τη βαλίτσα να την παραδώσει χωρίς χρονοτριβή στο FBI. Ανακουφισμένοι οι άνθρωποι της αμερικανικής κατασκοπείας έμαθαν ότι την επόμενη ημέρα τηλεφώνησε και παρέδωσε στην αστυνομία τη βαλίτσα ένας δάσκαλος πολωνικής καταγωγής, ο οποίος όμως δεν είχε δει την αγγελία, αλλά επικοινώνησε με το FBI για έναν άλλο λόγο, που έδειχνε την αδιαφορία και την έλλειψη κάθε προφυλακτικού μέτρου από τον Έιμς: απλά ο τελευταίος είχε σε ευδιάκριτη θέση την υπηρεσιακή του ταυτότητα κι έτσι ο δάσκαλος αποφάσισε να απευθυνθεί στις αστυνομικές αρχές... Τη μέρα εκείνη ο Έιμς ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του τόσο ανακουφισμένος. Όχι μόνο δεν θα έχανε την εργασία του στην CIA, αλλά λίγους μήνες αργότερα θα έπαιρνε και προαγωγή.
Τον Ιούνιο του 1976, ο 35χρονος πια Έιμς μετατέθηκε στη βάση της CIA στη Νέα Υόρκη, η οποία ανέκαθεν θεωρούνταν η πιο προνομιούχα της υπηρεσίας. Στη μεγαλούπολη είχε σχεδόν καθημερινά επαφή με Σοβιετικούς που πέρασαν στην πλευρά των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων και με τον παλιό του γνώριμο Φεντερένκο. Και όλα κύλησαν ομαλά, ως την ημέρα που η πενταετής θητεία του Σοβιετικού στον ΟΗΕ έληξε και έπρεπε πια να γυρίσει πίσω στη Μόσχα. Τότε συνέβη το παράδοξο, που δικαίωνε την καχυποψία άλλοτε του Ρέντμοντ. Απ’ τη στιγμή που ο Φεντερένκο επέστρεψε στη Σοβιετική Ένωση επικράτησε «σιγή ιχθύος». Ο πράκτορας, από τον οποίο οι ΗΠΑ ανέμεναν τώρα ακόμα περισσότερα, δεν επικοινώνησε πια με την CIA ούτε μία φορά. Θαρρείς και όλα τα προηγούμενα ήταν ψεύτικα, θαρρείς και εκπλήρωνε το ρόλο του «ηθοποιού», που παρίστανε τον δήθεν στρατολογημένο από τους Αμερικανούς Σοβιετικό αρχιπράκτορα...
Όμως η υπόθεση Φεντερένκο είχε περάσει πια σε δεύτερη μοίρα. Το 1978 (χρονιά της φυγής Φεντερένκο) ο Έιμς ανέλαβε την ανάκριση ενός άλλου Σοβιετικού αποσκιρτήσαντα, ακόμη μεγαλύτερης εμβέλειας, του αναπληρωτή γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Αρκάντιϊ Σεβτσένκο. Ο Σοβιετικός είχε απογοητευτεί από την κατάσταση που επικρατούσε στην πατρίδα του και ήδη το 1975 αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο. Απευθύνθηκε λοιπόν στους Αμερικανούς αρμόδιους, ζητώντας μυστικά άσυλο από τις ΗΠΑ. Η CIA όμως διείδε στην περίπτωσή του μία σημαντικότατη ευκαιρία να έχει το δικό της «μάτι» και «αυτί» στα ανώτερα κλιμάκια των Σοβιετικών κι έτσι τον στρατολόγησε για λογαριασμό της. Τελικά ο Σεβτσένκο ζήτησε επίσημα πολιτικό άσυλο από τις ΗΠΑ το 1978, μόνο όταν πιέστηκε έντονα από τους Σοβιετικούς να γυρίσει στη Μόσχα (προφανώς επρόκειτο για τεστ νομιμοφροσύνης). Παρόλα αυτά το γεγονός και μόνο ότι η CIA ανέθεσε στον Έιμς και όχι σε άλλον την ευθύνη για την ανάκριση του Σεβτσένκο αποτέλεσε σπουδαία ευκαιρία για την καριέρα του Ρικ, η οποία ακολούθησε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση προς την κορυφή.
Ο Έιμς έφτασε πια στο απόγειο, αν και η προσωπική του ζωή ακολουθούσε διαμετρικά αντίθετη πορεία. Τελικά, και με αφορμή τη διαφωνία του ζεύγους για την επικείμενη μετάθεση του Όλντριτς το 1981 στο Μεξικό, το αντρόγυνο Έιμς χώρισε και αργότερα πήρε και επίσημα διαζύγιο. Έτσι ο Έιμς κατέλαβε μια θέση στο εξωτερικό, που τόσο πολύ επιθυμούσε, σχεδόν μια δεκαετία μετά την επιστροφή του στις ΗΠΑ απ’ την Τουρκία. Στο παράρτημα της CIA στο Μέξικο Σίτυ επικρατούσε εκείνες τις μέρες πλήρες χάος. Ο εκεί επικεφαλής της υπηρεσίας Στιούαρτ Μπάρτον (Stewart Burton) βρίσκονταν κυριολεκτικά «εν βρασμώ», αφού είχε λάβει τη σαφή εντολή να συγκεντρώσει αποδείξεις για ένα θέμα άκρως πολύπλοκο κι επικίνδυνο: την ύπαρξη ή όχι συγκεκριμένου κομμουνιστικού σχεδίου για την «καταστροφή του υπάρχοντος συστήματος διακυβέρνησης των κρατών του δυτικού ημισφαιρίου». Πράγματι, στα κεντρικά της CIA υπήρχε τότε η βάσιμη αίσθηση ότι το Μεξικό μετατρέπονταν γρήγορα σε κάτι σαν καινούργιο Ιράν. Ο διοικητής της CIA Ουΐλιαμ Κέισι (William Casey), που είχε μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του ως σκληρός οπαδός των θεωριών του Ρέιγκαν, είχε ξεκάθαρη θέση για τα πράγματα: το Μεξικό θα αποτελούσε την «αχίλλειο πτέρνα» των ΗΠΑ και ίσως αποδεικνύονταν μοιραίο για την τελική έκβαση του Ψυχρού Πολέμου. Πίστευε ότι οι κυβερνητικοί κύκλοι αυτής της χώρας που κάθεται στο «μαλακό υπογάστριο» των ΗΠΑ ήταν εντελώς διαβρωμένοι από τη σοσιαλιστική Κούβα του αιώνιου αμερικανικού «εφιάλτη» Φιντέλ Κάστρο, ενώ το λαθρεμπόριο όπλων με άδηλο προορισμό βρίσκονταν σε καθημερινή έξαρση. Και το χειρότερο, η πληροφόρηση της CIA για όλα αυτά ήταν το επιεικέστερο ανεπαρκής. Δεν ήταν λοιπόν δύσκολο για τον Κέισι να πείσει τον καχύποπτο Ρέιγκαν ότι έπρεπε να παρθούν άμεσα μέτρα για το Μεξικό, ειδάλλως προτού καταλάβαιναν τι ακριβώς συμβαίνει οι κομμουνιστές θα είχαν ήδη επιβιβαστεί στις ακτές του Μισούρι...
Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες και σε μια πόλη, όπου η KGB είχε μία από τις πιο δυνατές αντιπροσωπείες της παγκοσμίως, ξεκίνησε η διετής παραμονή του Έιμς στο Μεξικό. Εκεί ο Ρικ σημείωσε κάποιες επιτυχίες, που του έδωσαν «πόντους» στην υπηρεσιακή του εξέλιξη. Για παράδειγμα σ’ αυτόν αποδίδεται η αποκάλυψη και εξουδετέρωση ενός από τους πιο δύσκολους αντιπάλους, του Ανατολικογερμανού κατασκόπου Άλφρεντ Ζέχε, ο οποίος – έχοντας ως βάση το Μεξικό – συχνά ταξίδευε στις ΗΠΑ για να υποκλέπτει στρατιωτικά μυστικά. Χάρη όμως στη δράση του Έιμς ο Ζέχε συνελήφθη από τις αμερικανικές αρχές και καταδικάστηκε για κατασκοπεία. Επαγγελματικά λοιπόν η μεξικανική εμπειρία του Έιμς είχε αναμφισβήτητα θετικό πρόσημο.
Και σε προσωπικό επίπεδο όμως, η ζωή του μόλις χωρισμένου Ρικ έμελλε να «αλλάξει ρότα» στο Μεξικό. Εκεί, εντελώς τυχαία, γνώρισε το 1982 τη μέλλουσα δεύτερη σύζυγό του (με την οποία απέκτησαν γιο, το 1989), την τριαντάχρονη τότε Μαρία ντελ Ροσάριο Κάσας Ντουπούι. Η Ροσάριο βρίσκονταν ήδη μερικές εβδομάδες στην Πόλη του Μεξικού, απεσταλμένη της κυβέρνησης της Κολομβίας με καθήκοντα μορφωτικού ακολούθου στην εκεί πρεσβεία της χώρας. Η νεαρή γυναίκα ήταν γόνος καλής οικογένειας και μάλιστα ο πατέρας της διέπρεπε στην κολομβιανή πολιτική σκηνή, πρώτα ως υπουργός εσωτερικών και ύστερα ως γενικός γραμματέας του Φιλελεύθερου Κόμματος. Η μητέρα της απ’ την άλλη, ήταν καθηγήτρια πανεπιστημίου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σπουδές της Ροσάριο και ιδιαίτερα η γλωσσομάθειά της: απόφοιτος του Αμερικανικού κολλεγίου, μιλούσε τα αγγλικά σαν γνήσια Αμερικανίδα, ενώ έμαθε ακόμη δύο γλώσσες, τη γαλλική και την ελληνική.
Η Ροσάριο γνωρίστηκε με το Ρικ μέσω της CIA, η οποία την είχε πολύ γρήγορα στρατολογήσει. Μεταξύ τους αναπτύχτηκε μια πολύ προσωπική σχέση, πέρα από τα επαγγελματικά ζητήματα, κι έτσι όταν η θητεία του Έιμς στο Μεξικό έληξε το Σεπτέμβριο του 1983, συνέχισαν να έχουν επαφή, ώσπου στα τέλη εκείνης της χρονιάς της ζήτησε να εγκαταλείψει τη θέση της και να πάει κοντά του στις ΗΠΑ. Έτσι και έγινε. Η Ροσάριο μια μέρα παραιτήθηκε απ’ τη διπλωματική της καριέρα και έσπευσε για τη Βιρτζίνια, όπου ο Ρικ σύντομα ανέλαβε τη θέση που θα σημάδευε ανεξίτηλα τη ζωή του: επικεφαλής της αντικατασκοπείας του τμήματος «Σοβιετική Ένωση» της CIA.
Ο γάμος του με τη Ροσάριο δεν έγινε χωρίς εμπόδια. Καταρχάς υπήρχε στη CIA ένας άγραφος νόμος, ο οποίος απαγόρευε το γάμο υπαλλήλων της με στρατολογημένους πράκτορες και ο οποίος έπρεπε για πολλούς λόγους να τηρείται. Πέραν αυτού, η υπηρεσία έβλεπε πάντοτε με περίσσια καχυποψία τις ερωτικές σχέσεις ανθρώπων της με ξένες/ους υπηκόους, αν και ποτέ δε νομοθέτησε ρητή απαγόρευση γάμου ανάμεσα σε υπάλληλό της και ξένη/ο υπήκοο. Εντούτοις θεωρούνταν αυτονόητο ότι σε τέτοια (απευκταία για την ίδια) περίπτωση ο υπάλληλος που διέπραττε το «παράπτωμα» δε θα μπορούσε πλέον να έχει πρόσβαση σε υπερ-απόρρητα «δώματα» της «Εταιρίας», όπως και να χειρίζεται νευραλγικές υποθέσεις. Αδιαφορώντας για τα παραπάνω, ο Έιμς συμπλήρωσε το 1984 την επίσημη αίτηση να του δοθεί άδεια για αυτό το γάμο. Όχι μόνο του επέτρεψαν να τον πραγματοποιήσει, αλλά ούτε καν τον μετακίνησαν από το κρίσιμο πόστο που μόλις είχε αναλάβει. Έτσι, ο Ρικ, μετά και την επισημοποίηση του διαζυγίου του με τη Νάνσυ, παντρεύτηκε την πολύ μορφωμένη Κολομβιανή, εξακολουθώντας να ασκεί τα καθήκοντά του στην πρώτη γραμμή του αόρατου, μα αδυσώπητου, πολέμου με την παντοδύναμη σοβιετική κατασκοπεία.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΪΜΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Το 1986 στις κεντρικές εγκαταστάσεις της CIA βασίλευε ο πανικός, ενώ ένα πνεύμα απόγνωσης πλανιόνταν στην ατμόσφαιρα. Η αιτία δεν ήταν άλλη από κάποιες εντελώς αποτυχημένες ειδικές επιχειρήσεις της υπηρεσίας σε περιοχές-κλειδιά του πλανήτη, όπως η Τεχεράνη, το Τελ Αβίβ και αυτή ακόμη η Ουάσιγκτον. Στις επιχειρήσεις αυτές έχασαν τη ζωή τους άνθρωποι κρίσιμης σημασίας για την υπηρεσία σε μια φάση του Ψυχρού Πολέμου τόσο σπουδαία, που κάθε απώλεια ισοδυναμούσε με αλωμένο κάστρο. Και τα κάστρα έπεφταν τότε για τη CIA το ένα μετά το άλλο, με τέτοια συχνότητα που προκαλούσε στην ηγεσία της καθημερινό πονοκέφαλο.
Τον Οκτώβριο του 1986 σε ένα μπαρ της Ρώμης ο Όλντριτς Έιμς συνομιλούσε με τον Σοβιετικό επιχειρησιακό πράκτορα Βλαντ, ο οποίος ήταν ο ειδικός «χειριστής» του Αμερικανού για λογαριασμό της KGB. Ο Έιμς εργάζονταν πια για τη σοβιετική κατασκοπεία για δεύτερο συνεχόμενο έτος και ήταν κοινή ομολογία στη Μόσχα ότι η προσφορά του ήταν ανεκτίμητη, αφού ένα παγκόσμιο δίκτυο Σοβιετικών πολιτών στρατολογημένων από τη CIA είχε πλήρως αποκαλυφθεί και κατέστη απόλυτα ελεγχόμενο. Ο Έιμς αμείβονταν πολύ καλά για τις υπηρεσίες του στην ΕΣΣΔ, όμως κατά τον ίδιο υπήρχε ένα πρόβλημα: η εκδίκηση της KGB ήταν ιδιαίτερα άκομψη, εφόσον ήδη εκείνη τη στιγμή ο αριθμός των «τιμωρημένων» νεκρών που είχαν αποσκιρτήσει στις ΗΠΑ μετριόνταν με πάνω από δυο ζευγάρια χέρια και ο Έιμς ανησυχούσε ιδιαίτερα ότι η CIA θα έπαιρνε δραστικά μέτρα, αφού διαφαίνονταν πια ξεκάθαρα ότι ο σκληρός θάνατος τόσων ανθρώπων της δεν μπορούσε να είναι αποκομμένος από ένα κεντρικό σχέδιο του αντιπάλου.
Έτσι το κύριο αίτημα του Έιμς εκείνη τη βραδιά στη Ρώμη προς το Βλαντ ήταν να σταματήσει άμεσα αυτός ο άγαρμπος γύρος του θανάτου, αφού αλλιώς κινδύνευε να αποκαλυφθεί ο ρόλος του και να πέσει κι ο ίδιος θύμα της εκδίκησης των δικών του. Ο Βλαντ, ψύχραιμος όπως πάντα, έδωσε τη λύση και μαζί και την υπόσχεση στον πολύτιμο συνεργάτη του. Η KGB θα παραπλανούσε την αντίπαλό της με «πλαστές ενδείξεις», τουτέστιν θα της δημιουργούσε πια την εντύπωση ότι η εξολόθρευση των κατασκόπων της δεν αποτελούσε απορροή προδοσίας ενός εγκεφάλου «από μέσα», αλλά δεν ήταν άλλο τίποτα από επακόλουθο «διαρροής του πληροφοριακού της κυκλώματος προς τη Σοβιετική Ένωση». Θα πείθονταν δηλαδή οι Αμερικανοί ότι πολύ απλά οι Σοβιετικοί είχαν βραχυκυκλώσει το επικοινωνιακό τους σύστημα στη Μόσχα και γι’ αυτό συνέβαιναν οι τόσο δυσάρεστες υποκλοπές.
Την ίδια ώρα η Μόσχα συμμερίζονταν κι αυτή τους προβληματισμούς του Έιμς. Ο Νο 1 της KGB στην αντιμετώπιση των Αμερικανών και κατόπιν διοικητής της Βλαντίμιρ Κριουτσκόφ καταλάβαινε απόλυτα ότι οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις των προδομένων από τον Έιμς πρακτόρων αποτελούν για τη CIA σαφές σημάδι ότι το κακό προέρχεται από τα σπλάχνα της. Γι’ αυτό και αποφασίστηκε η άμεση αλλαγή τακτικής και η παραπλάνηση του αντίπαλου με άλλα μέσα. Άλλωστε αυτό για τη σοβιετική υπηρεσία ασφαλείας και πληροφοριών δεν ήταν καθόλου δύσκολο, δεδομένης της ύπαρξης ολόκληρου τμήματος «μεταμφίεσης πληροφοριών» δοσμένων από ειδικής χρήσης πράκτορες. Το πόσο η σκέψη του Κριουτσκόφ πέτυχε φάνηκε από το αποτέλεσμα. Ο Έιμς όχι μόνο δεν αποκαλύφτηκε από τους συναδέλφους του στη CIA, αλλά συνέχισε ανενόχλητος τη δράση του για άλλα οκτώ σχεδόν χρόνια, ακόμη και μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και της KGB και την μείζονα κρίση της μετασοβιετικής ρωσικής κοινωνίας. Ο πολυέμπειρος Κριουτσκόφ γνώριζε άριστα ένα από τα θεμελιώδη αξιώματα-ειρωνεία συνάμα της κατασκοπείας: η «πηγή» σου προσφέρει μεν σπουδαίες πληροφορίες, όμως αν τις χρησιμοποιήσεις υπερβολικά, μπορεί να την «στερέψεις»...
Πώς όμως έγινε η στρατολόγηση του Έιμς από τους Σοβιετικούς, η οποία προκάλεσε στη CIA (κατά δημόσια ομολογία της) «την ακριβότερη ζημιά στο σύστημα ασφαλείας της για όλη την ιστορία της»; Όπως και ο ίδιος ομολόγησε αργότερα, στρατολογήθηκε από την KGB στο πλαίσιο μιας αντισοβιετικής επιχείρησης της CIA από κοινού με το FBI, υπό την κωδική ονομασία «Περιποίηση». Το φιλόδοξο αυτό αμερικανικό πρόγραμμα αφορούσε στην προσπάθεια στρατολόγησης για λογαριασμό των ΗΠΑ Σοβιετικών, που κρίθηκε ότι ήταν έτοιμοι να γυρίσουν την πλάτη στη μητρόπολη του κομμουνισμού και να συνεργαστούν με τον «ελεύθερο κόσμο». Φυσικά η θέση του Έιμς στον μηχανισμό της CIA ήταν τέτοια, ώστε εξ ορισμού ο ρόλος του στην όλη επιχείρηση να είναι κεντρικός. Και πράγματι, τέτοιος ήταν μέχρι τη γνωριμία του κάπου στα τέλη του 1984 με τον Σοβιετικό διπλωμάτη, εμπειρογνώμονα στον έλεγχο των εξοπλισμών του υπουργείου εξωτερικών της ΕΣΣΔ, Σεργκέι Τσουβάχιν.
Ο Έιμς είχε τότε τη σαφή εντολή να «έλξει» τον Τσουβάχιν στην τροχιά της Αμερικής, όμως ο Σοβιετικός απεδείχθη υπέρ του δέοντος «σκληρό καρύδι». Ήταν όχι απλά αφοσιωμένος στα συμφέροντα της πατρίδας του, αλλά διείδε αμέσως το ευαίσθητο σημείο του Αμερικανού συναδέλφου του: την εξάρτησή του από το αλκοόλ. Αυτό, σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα που άρχισε να έχει εκείνη την περίοδο το ζεύγος Έιμς λόγω υπερβολικών «ανοιγμάτων» σε αγορές αυτοκινήτων και σπιτιών, κατέστησε το Ρικ εύκολη σχετικά λεία για τον άνθρωπο της Μόσχας. Απ’ την άλλη ο Έιμς, που είχε την εξουσιοδότηση από το ίδιο το πρόγραμμα «Περιποίηση» να «χειρίζεται» εν λευκώ τον Τσουβάχιν, άρχισε πια να σκέφτεται το χρήμα περισσότερο απ’ ότι τη CIA. Ήταν πλέον ψυχολογικά έτοιμος να κάνει τα πάντα, αρκεί να έβγαινε από τη δύσκολη οικονομική κατάσταση που δημιούργησαν ο ίδιος και η Ροσάριο με τις καταχρήσεις στις αγορές τους. Δεν ήταν λοιπόν μακριά η στιγμή που η KGB πολύ επιδέξια θα τον «τραβούσε» αυτή στο δικό της στρατόπεδο.
Η μοιραία στιγμή έφτασε στις 16 Απριλίου 1985. Ήταν η μέρα που ο Έιμς, μέσω του Τσουβάχιν και υπό συνθήκες έντονης αγωνίας και άγχους, έδωσε τα πρώτα του «διαπιστευτήρια» στην KGB, που περιλάμβαναν πρόταση συνεργασίας και – βεβαίως – κάποιες πολύ καλές πληροφορίες, χρήσιμες στη σοβιετική πλευρά. Χρειάστηκε όμως να περάσει ένας ακόμη μήνας, ώσπου στις 15 Μαΐου να ληφθεί το τελικό ΟΚ από τη Μόσχα για την έναρξη της συνεργασίας. Το σύντομο μήνυμα της Μόσχας, που του παρέδωσε ο Τσουβάχιν, έλεγε κατά λέξη: «Είμαστε σύμφωνοι. Θα θέλαμε να χρησιμοποιείται τον Τσουβάχιν ως σύνδεσμο». Ο Έιμς θα ήταν από εδώ και στο εξής ένας διπλός πράκτορας, «εμφυτευμένος» από την KGB μέσα στην ίδια την καρδιά της θανάσιμης αντιπάλου της.
Το έργο του Έιμς ως κατασκόπου της Σοβιετικής Ένωσης και αργότερα – μετά τη διάλυσή της το 1991 – της Ρωσίας υπήρξε πραγματικά τεράστιο, αν και δεκτό με διαμετρικά αντίθετα αισθήματα από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Για την CIA κάθε δράση του ανωτάτου αυτού υπαλλήλου της δεν ήταν παρά μια πισώπλατη άγρια μαχαιριά και σηματοδοτούσε φρικτό πόνο, ενώ για την KGB και το διάδοχο σχήμα της, την FSB (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας) υπήρξε ό,τι πιο πολύτιμο σ’ αυτήν την πολύ κρίσιμη περίοδο των κοσμογονικών αλλαγών. Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνα τα χρόνια και με αφορμή τις συνεχείς αποτυχίες των Αμερικανών κατασκόπων, ένας από τους επικεφαλής της CIA είπε το περίφημο: «Δυστυχώς, ενώ οι Σοβιετικοί είναι μεγάλοι μαέστροι στις απάτες, εμείς είμαστε ερασιτέχνες». Το φάντασμα της ήττας είχε αρχίσει να φοβίζει τρομερά τους ανθρώπους που ήταν υπεύθυνοι για την ίδια την ασφάλεια των ΗΠΑ.
Κι όμως με την πάροδο των ετών και παρά την συνεχόμενη φθοροποιό δράση του ο Έιμς όχι μόνο δεν καθίστατο ύποπτος, αλλά έλαβε και προαγωγή από την υπηρεσία του! Το Σεπτέμβριο του 1989 έλαβε πλήρη ελευθερία πρόσβασης στα μυστικά των ΗΠΑ σε σχέση με τους συμμάχους της, της Δυτικής Ευρώπης, αφού ορίστηκε επικεφαλής του αντίστοιχου τομέα στο τμήμα «Σοβιετική Ένωση» της CIA. Έτσι, πέραν όλων των άλλων, είχε πια στη διάθεσή του και όλα όσα αφορούσαν τη στάση των χωρών της Δυτικής Ευρώπης απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Οι υπεύθυνοι της KGB στη Μόσχα ήταν σίγουρα πολύ ικανοποιημένοι από την απόδοση της επένδυσής τους στον Έιμς, που όχι μόνο δεν αποκαλύπτονταν, αλλά διεύρυνε κιόλας τις γνώσεις του στον σκοτεινό και σύνθετο κόσμο των υπηρεσιών πληροφοριών.
Δεν τον υποπτεύτηκε κανείς μέσα στην CIA όσο υπήρχε η Σοβιετική Ένωση κι ετούτο παρά το ότι ήταν εμφανές ότι ο Έιμς και η γυναίκα του είχαν στη διάθεσή τους και ξόδευαν υπέρογκα ποσά, που καθόλου δε δικαιολογούνταν ούτε από το μισθό του συζύγου, ούτε από τα ειδικά επιδόματα που έπαιρνε από την υπηρεσία του. Πώς να δικαιολογήσει άραγε κανείς το ότι σε μερικούς μόνο μήνες αγόρασε ένα υπερπολυτελές σπίτι, αξίας 600.000 σχεδόν δολαρίων (που μάλιστα πληρώθηκε «μετρητοίς») ή το ότι οδηγούσε μια κόκκινη υπέρκομψη “Jaguar” 50.000 περίπου δολαρίων, όταν οι ετήσιές του αποδοχές δεν ξεπερνούσαν συνολικά τα 65.000 δολάρια; Κι όλα αυτά, όταν οι έρευνες έδειξαν αργότερα ότι μόνο από πιστωτικές κάρτες ξόδευε γύρω στις 30.000 δολάρια μηνιαίως, ενώ οι καταθέσεις του σε ελβετική τράπεζα είχαν ξεπεράσει τα 1,5 εκ. δολάρια. Κανείς όμως μέσα στην CIA δεν μπήκε στον κόπο να κάνει τους απλούς αυτούς συλλογισμούς...
Ποτέ δεν κατέστη δυνατό να καταμετρηθεί επακριβώς ο αριθμός των προδομένων από τον Έιμς Σοβιετικών πρακτόρων που δρούσαν για λογαριασμό της CIA. Παρόλα αυτά, αυτοί που σκοτώθηκαν εξαιτίας της δράσης του Αμερικανού «τυφλοπόντικα» της KGB αριθμούν τουλάχιστον 30 ψυχές. Η μακάβρια «πινακοθήκη» επιτυχιών του Έιμς όλα αυτά τα χρόνια περιλαμβάνει μία μεγάλη γκάμα ανεκτίμητων πρακτόρων της CIA, αλλά και υπηρεσιών από άλλες χώρες της Δύσης, που επίσης έχασαν κατασκόπους τους, λόγω των αποκαλύψεων του Έιμς. Ανάμεσά τους κλασικότερη περίπτωση υπήρξε αυτή του συνταγματάρχη της σοβιετικής στρατιωτικής κατασκοπείας (GRU), Ντμίτριϊ Πολιακόφ, ο οποίος εργάζονταν για τη CIA ήδη από το 1968. Η απώλεια του Πολιακόφ ήταν για τους Αμερικανούς πολύ μεγάλη, εφόσον ο συνταγματάρχης πρόσφερε μοναδικές υπηρεσίες στη χώρα επί 18 συναπτά έτη και μέχρι την εκτέλεσή του από την KGB το 1986. Άλλη ενδιαφέρουσα φιγούρα κατασκόπου που προδόθηκε – όπως πιθανολογείται – και αυτός από τον Έιμς ήταν αυτή του Όλεγκ Γκορντίεφσκι της KGB, ο οποίος είχε στρατολογηθεί από τους Βρετανούς, αλλά αποκαλύφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 από «διπλό πράκτορα εντός της CIA» (προφανώς από τον Έιμς). Ο Γκορντίεφσκι πάντως κατόρθωσε και διέφυγε στη Δύση, κάνοντας συγκλονιστικές δημόσιες αποκαλύψεις και σώζοντας τη ζωή του. Μια άλλη περίπτωση, που έχει μάλιστα και ελληνικό ενδιαφέρον, είναι εκείνη του επίσης στελέχους της σοβιετικής GRU Σεργκέι Μποχάν, ο οποίος εργάζονταν υπό διπλωματική κάλυψη στην πρεσβεία της ΕΣΣΔ στην Αθήνα και είχε περάσει κι αυτός στην πλευρά των Αμερικανών. Μετά την φανέρωση της δραστηριότητάς του, έργο βέβαια του Έιμς, η CIA οργάνωσε ολόκληρη επιχείρηση διαφυγής του πράκτορά της στις ΗΠΑ, ο οποίος τουλάχιστον γλίτωσε τη ζωή του. Η υπόθεση Μποχάν είχε προκαλέσει το 1985 πολιτικές κόντρες μεταξύ της τότε ελληνικής κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λόγω του γεγονότος ότι σ’ αυτήν είχαν εμπλακεί και τα ονόματα τριών Ελλήνων πολιτών.
Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΛΕΟΝ ΒΛΑΒΕΡΟΥ ΠΡΑΚΤΟΡΑ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΕ ΠΟΤΕ ΜΕΣΑ ΣΤΑ «ΣΩΘΙΚΑ» ΤΗΣ CIA
Αν και οι ενδείξεις που συνηγορούσαν στο ότι ο Όλντριτς Έιμς ήταν τουλάχιστον ύποπτος, λόγω της θέσης του στην υπηρεσία, αλλά και των χρηματικών ποσών που διέθετε, εντούτοις οι έρευνες της CIA προς αυτήν την κατεύθυνση στράφηκαν μόλις στα τέλη του 1991. Αποτελεί σίγουρα ειρωνεία της τύχης ότι ο άνθρωπος που «φώτισε» την υπόθεση προς την τελική της επίλυση ήταν ο άλλοτε επικριτής και αμφισβητίας του Έιμς και των ικανοτήτων του, η «γριά αλεπού» των υπηρεσιών πληροφοριών, Πολ Ρέντμοντ. Ο έμπειρος υπάλληλος της CIA είχε πια αναλάβει επικεφαλής του τμήματος αντικατασκοπείας της υπηρεσίας και βέβαια μία από τις πρώτες του προτεραιότητες ήταν το σταμάτημα των διαρροών απόρρητων πληροφοριών προς τη Μόσχα. Απέρριψε αμέσως τη γελοία κατά τον ίδιο θεωρία ότι το πρόβλημα οφείλονταν καθαρά σε «τεχνικούς λόγους» (δηλαδή σε «διάχυση» πληροφοριών λόγω του περάσματός τους από διάφορα «επικοινωνιακά κανάλια») ή την ακόμα πιο παράλογη θεωρία που ήθελε το όλο πρόβλημα να προκύπτει απλά από κάποια ακραία κακοδαιμονία των στιγμών. Ήταν βέβαιος στο τελικό του πόρισμα: όλα οφείλονται σε προδοσία, σε δραστηριότητα ανθρώπου μέσα από την CIA! Απέμενε μόνο να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του.
Την περίοδο εκείνη, περί το φθινόπωρο του 1991, ο Έιμς είχε κεντρική θέση στις προσπάθειες της CIA να εξουδετερώσει οριστικά την KGB, λόγω και της πρωτοφανούς κρίσης στην οποία είχε βυθιστεί τότε η Σοβιετική Ένωση. Ήδη ο βασικός συνεργάτης του Έιμς στη Μόσχα, ο Κριουτσκόφ, είχε μείνει χωρίς αρμοδιότητες, αφού απομακρύνθηκε από τις υπηρεσίες πληροφοριών μετά τη συμμετοχή του στο ανεπιτυχές πραξικόπημα κατά του Γκορμπατσόφ τον Αύγουστο του 1991 κι έτσι ίσως ο Αμερικανός είχε υποπέσει εκείνη την εποχή σε κάποια μοιραία λάθη. Η CIA ζήτησε από τον Έιμς να της παραδώσει πλήρη στοιχεία για τη δράση του στα πλαίσια της επιχείρησης, όπως τι ακριβώς εντολές εκτελούσε, ποια ήταν η πρόσβασή του σε κάποιες ανεπιτυχείς αμερικανικές ενέργειες, όλα τα στοιχεία για τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζονταν, καθώς και τη θέση του πάνω στα αίτια των αποτυχιών που είχε η υπηρεσία ως προς τη Μόσχα. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, η έκθεση που συνέταξε τότε ο Έιμς σηματοδότησε την αρχή του τέλους του. Όντως, τα όσα παρουσίαζε είχαν κάποια «κενά» και ασύνδετα πεδία, που κατέστησαν τον Έιμς επίσημα ύποπτο στις αρχές του 1992.
Η CIA τότε, εκμεταλλευόμενη και την κρίση της αντίπερα «όχθης», έθεσε σε λειτουργία ένα άκρως απόρρητο πρόγραμμα, με σκοπό να οδηγηθεί επιτέλους στην πηγή των δεινών. Το πρόγραμμα περιλάμβανε παραμέτρους, όπως πλήρη «σάρωση» οποιουδήποτε προσώπου είχε επαφές με τους Σοβιετικούς, με αναφορά στα οικονομικά του στοιχεία, τα ατομικά του ενδιαφέροντα, ακόμα και τις ιδεολογικές του προτιμήσεις. Για παράδειγμα, εξετάστηκε ποιος ή ποιοι βρίσκονταν σε ημερήσια ή άλλη άδεια από την CIA, την ώρα που – για κάποιο λόγο – είχε έστω και για 15 λεπτά ξεφύγει από παρακολούθηση κάποιος άνθρωπος των Σοβιετικών επί αμερικανικού εδάφους. Στις 15 Μαρτίου 1993 το τελικό πόρισμα του προγράμματος εξιχνίασης του σοβιετικού «τυφλοπόντικα» παραδόθηκε στα χέρια του διοικητή της CIA Τζέιμς Ούλσι (James Woolsey). Μόνο πέντε άτομα βρέθηκαν να ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά του πράκτορα του εχθρού. Από αυτά ένα κάλυπτε πλήρως τις όποιες προδιαγραφές για κάτι τέτοιο: ο Όλντριτς Έιμς. Ο κλοιός άρχισε πια να σφίγγει γύρω του...
Αμέσως ξεκίνησε ολόκληρη άκρως μυστική επιχείρηση για τη σύλληψή του, όπως συνεχής του παρακολούθηση, υποκλοπή των τηλεφωνικών του συνομιλιών και, φυσικά, σταδιακή αποκοπή των αρμοδιοτήτων του. Οι υπεύθυνοι της CIA γνώριζαν καλά ότι η αποστολή τους δεν ήταν καθόλου εύκολη. Έπρεπε, προτού προβούν στη σύλληψη, να είναι απόλυτα σίγουροι, να μπορούν να αποδείξουν με συγκεκριμένα στοιχεία ότι ο Έιμς ήταν προδότης. Κι όλα αυτά μάλιστα, χωρίς ο Έιμς να αντιληφθεί τι συνέβαινε γύρω του. Τοποθέτησαν λοιπόν στο αυτοκίνητό του ισχυρό μηχάνημα παρακολούθησης, για να γνωρίζουν κάθε στιγμή που βρίσκεται. Τον ακολουθούσαν ακόμα και στη Λατινική Αμερική, σε κάποια ταξίδια του, με την ελπίδα να τον φωτογραφήσουν με κάποιον πράκτορα της Ρωσίας, ενώ τακτικά σκάλιζαν τον κάδο του σπιτιού του, μήπως και ανακαλύψουν κάποιο έστω στοιχείο, που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο εις βάρος του. Τον έστειλαν ακόμη και στον «ανιχνευτή ψεύδους», έστω και αν χρειάστηκε – για να μην τους υποπτευτεί – να περάσουν από αυτόν και πολλοί άλλοι, άσχετοι με την υπόθεση, υπάλληλοι (εντούτοις ο Έιμς κατόρθωσε και «νίκησε» τη «μηχανή της αλήθειας», χρησιμοποιώντας ένα εκπληκτικό τέχνασμα που είχε διδαχτεί από τους Ρώσους).
Οι προσπάθειές τους τελικά απέδωσαν. Στις 21 Φεβρουαρίου 1994 ο Έιμς συνελήφθη επίσημα με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Στην έρευνα του σπιτιού του βρέθηκαν επίσης κάποια στοιχεία που αποδείκνυαν ότι επί σειρά ετών εργάζονταν για τους Ρώσους. Τα έγγραφα αυτά ο Έιμς δεν είχε προνοήσει, για άγνωστο λόγο, να τα καταστρέψει. Μαζί του συνελήφθη και η σύζυγός του, η Ροσάριο, με την κατηγορία της συνεργίας. Εντούτοις, αργότερα βγήκε από τη φυλακή, όπου παρέμεινε ο Έιμς, καταδικασμένος σε ισόβια δεσμά.
Εξαρχής ο Έιμς έκανε πλήρη ομολογία. Δικαιολόγησε τη δράση του, λέγοντας ότι μοναδικό του κίνητρο υπήρξαν τα χρήματα, ενώ ισχυρίστηκε ότι προσπαθούσε να διαχωρίζει εντελώς την εργασία του για την CIA από αυτή για την KGB (και, μετά το 1991, για την FSB, περίτρανη απόδειξη ότι οι θεσμοί στη Ρωσία συνέχισαν να λειτουργούν άψογα ακόμη και μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ). Η υπόθεσή του συγκλόνισε την αμερικανική κοινωνία, που αναρωτήθηκε εύλογα ποιος άραγε είναι ο ρόλος των υπηρεσιών πληροφοριών στο σύγχρονο κόσμο; Η απάντηση όμως από τη CIA ήταν άμεση και – για αρκετούς – πειστική: δυστυχώς ή ευτυχώς οι υπηρεσίες πληροφοριών δε μοιάζουν με τους υπόλοιπους κρατικούς θεσμούς. Ό,τι βγαίνει γι’ αυτές προς τα έξω αφορά αποκλειστικά και μόνο τις όποιες αποτυχίες και παραλείψεις τους. Ποτέ όμως δεν βγαίνουν στο φως της ημέρας τα κατορθώματά τους και το θετικό τους έργο για την κοινωνία. Κι ετούτο για λόγους ευνόητους, που ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Christopher Andrew, Oleg Gordievsky: KGB- THE INSIDE STORY, Hodder and Stoughton, London, 1990.
(2) Christopher Andrew, Vasili Mitrokhin: THE MITROKHIN ARCHIVE- THE KGB IN EUROPE AND THE WEST, Penguin Books, London, 1999.
(3) Oleg Gordievsky: NEXT STOP EXECUTION- THE AUTOBIOGRAPHY OF OLEG GORDIEVSKY, Macmillan, London, 1995.
(4) Arkady Shevchenko: BREAKING WITH MOSCOW, Knopf, New York, 1985
(5) Tim Weiner, David Johnston, Neil-A. Lewis: BETRAYAL- THE STORY OF ALDRICH AMES, AN AMERICAN SPY (Random House, New York, 1995)
Comments