top of page
Εικόνα συγγραφέα.

Αυτοί που ΕΙΔΑΝ τον «Μαρμαρωμένο Βασιλιά»!

ΤΡΕΙΣ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ-ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΠΟΥ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ…

4.3.2018

Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη


ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΡΩΤΗ


Ήταν Αύγουστος του 2008, βρισκόμουν στη ραστώνη των διακοπών μου έπειτα από μία δύσκολη εργασιακή σεζόν. Εκεί που ξεκουραζόμουν, κοντά στη θάλασσα και κάνοντας σχέδια στο μυαλό μου για την επόμενη χρονική περίοδο, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο άνθρωπος εκείνος που από την πλευρά της Ελλάδας είναι ο πρώτος που ενημερώνεται για το τι συμβαίνει στην Τουρκία. Με ενημέρωσε ότι μόλις είχε αποβιώσει από την ανίατη ασθένεια ένα αινιγματικό πρόσωπο που όχι λίγες φορές προκάλεσε αναστάτωση στη γειτονική χώρα. Επρόκειτο για τον Ντουρσούν Καρατάς, τον ιδρυτή και επικεφαλής για πολλά χρόνια της παράνομης τουρκικής εξτρεμιστικής οργάνωσης DEV-SOL (Επαναστατική Αριστερά).

Μέσα μου γεννήθηκε -αδιευκρίνιστα για ποιο λόγο- η επιθυμία να παραβρεθώ στην κηδεία, πόσο μάλλον που ήμουν σε διακοπές. Ένα ταξίδι αναψυχής δεν κάνει ποτέ κακό σε τέτοιες περιπτώσεις… Έσπευσα λοιπόν και πήρα το πρώτο αεροπλάνο, και παρακολούθησα από κοντά την κηδεία του Τούρκου ακροαριστερού ηγέτη, μια κηδεία που αποδείχτηκε επεισοδιακή. Μετά την κηδεία, πέρασα από το ασιατικό τμήμα της πόλης στο ευρωπαϊκό τμήμα της. Περνώντας την γέφυρα που συνδέει πάνω απ’ την θάλασσα την ανατολική και δυτική πλευρά της βασιλεύουσας, τα ’φερε η τύχη έτσι που να πέσω πάνω στον παλιό μου γνωστό από τα φοιτητικά μου χρόνια, τον τούρκο γιατρό Τ.Α., γιο παλιού βουλευτή του κόμματος του Τουργκούτ Οζάλ.

Ο εκλεκτός αυτός παλιός φίλος ενθουσιάστηκε με το που με είδε και με κάλεσε αμέσως στο σπίτι του. Πρόκειται για μια ωραία βίλα, σχεδόν ακριβώς πάνω στη θάλασσα του Μαρμαρά, στην περιοχή Αρναβούτ-Κιόι (Μπεμπέκ) της Πόλης. Ήταν τόσο καλή η φιλοξενία του, που ο Τ.Α. δεν με άφησε να ξοδέψω ούτε μία τουρκική λίρα. Μάλιστα το επόμενο βράδυ, για να με τιμήσει, με πήγε ψηλά στο εστιατόριο του Πύργου του Γαλατά, όπου και διασκεδάσαμε. Το επόμενο πρωί της ωραίας βραδιάς που περάσαμε, ο Τούρκος αυτός φίλος, μου έκανε μία ενδιαφέρουσα όσο και παράξενη πρόταση: εάν ήθελα κι εγώ, το ίδιο βράδυ να περνούσαμε από τα γραφεία μιας τοπικής οργάνωσης των Γκρίζων Λύκων, ακριβώς πίσω από την πλατεία Ταξίμ! Εκεί θα με περίμενε ένας άγνωστος σε μένα κύριος, μέλος των Γκρίζων Λύκων, που εξέφρασε μεγάλο ενδιαφέρον να με γνωρίσει, όταν έμαθε ότι βρισκόμουν στην Τουρκία.

Εγώ δεν χάνω ποτέ τέτοιες ευκαιρίες και φυσικά δέχτηκα το ίδιο βράδυ να είναι μαζί με τον Τ.Α. στην διεύθυνση που μου είπανε, στο κέντρο της Πόλης. Έτσι και έγινε, πήγαμε στην πλατεία Ταξίμ, στα εκεί γραφεία των Γκρίζων Λύκων και γνωριστήκαμε με τον άνθρωπο που εξέφρασε ενδιαφέρον να με δει. Σε μια στιγμή, ο άνθρωπος αυτός, ο Γκρίζος Λύκος, έκανε μία παράξενη πρόταση: να πάμε οι τρεις μας (εγώ, αυτός και ο Τ.Α.) στο σπίτι του για να τον επισκεφτούμε και να πιούμε σαλέπι. Από αυτή του την πρόταση, κατάλαβα ότι κάποιο μήνυμα θέλει να μου περάσει, ότι πρόκειται να δω κάτι το ασυνήθιστο. Δεν έπεσα έξω.

Πήγαμε πράγματι στο σπίτι του, ήπιαμε σαλέπι και μιλήσαμε για διάφορα πολιτικά θέματα. Ξαφνικά μου λέει: «Ελάτε στο δωμάτιό μου, για να σας δείξω κάτι σημαντικό». Ένιωσα παράξενα, σαν να ήταν να δω κάτι εντυπωσιακό. Πήγαμε στο δωμάτιό του και τον είδα να σηκώνει το μαξιλάρι του κρεβατιού του. Έκπληκτος βλέπω να βγάζει κάτω από το μαξιλάρι την ελληνική σημαία και έναν σταυρό!!! Προτού προλάβω να πω κάτι, με πιάνει από τους ώμους και μου λέει με φωνή συγκινημένη: «Είμαστε Κρυπτοχριστιανοί της Τουρκίας και λατρεύουμε τον θεάνθρωπο Ιησού Χριστό! Περιμένουμε το σύνθημα για να σηκωθούμε όρθιοι και να απελευθερωθούμε»…

Ο νέος αυτός φίλος, Κρυπτοχριστιανός και Ελληνόψυχος κι ο Τ.Α. (που είναι ελληνικής καταγωγής), με κάλεσαν το πρωί της Κυριακής, να πάω μαζί τους και να ζήσω μία μοναδική εμπειρία: να κατέβω κάτω στις κατακόμβες της Κωνσταντινούπολης (που υπάρχουν απ’ τους ρωμαϊκούς χρόνους) για να παρακολουθήσω ζωντανή τη μυστική Θεία Λειτουργία που γίνεται κάτω από την επιφάνεια της γης σε υπόγειες εκκλησίες. Ήταν μεγάλη η συγκίνησή μου όταν, με σχεδόν μυθιστορηματικό τρόπο, βρέθηκα στα έγκατα της ιερής γης του Βυζαντίου. Για να κατέβει κάποιος εκεί κάτω πρέπει να πάρει χίλιες-δυο προφυλάξεις. Να βιώσει ένα απίστευτο, αλλά πραγματικό θρίλερ. Το κλίμα που βίωσα κάτω στην κατακόμβη των Κρυπτοχριστιανών της Τουρκίας, δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια ανθρώπου. Ήταν μία ανεπανάληπτη εμπειρία, μία κατάνυξη. Η Θεία Λειτουργία διαδραματιζόταν ενώ γύρω-γύρω τα αδέλφια μας βίωναν τα δρώμενα με κλάμα γοερό και βογκητά της πίστης προς τον αληθινό Θεό. Εκεί, μες στο ημίφως των κατακομβών της Τουρκίας, χτυπάει η καρδιά της παγκόσμιας Ορθοδοξίας.

Όταν τέλειωσαν όλα, βγήκαμε και πάλι στο φως του ήλιου, στα σοκάκια της Πόλης. Και πάλι βγήκαμε με τον ίδιο τρόπο… με προφυλάξεις κτλ. Μαζί μας ήταν και ένας πολύ ευπρεπής κύριος, γνωστός καθηγητής πανεπιστημίου της Πόλης. Γνωριστήκαμε με τον καθηγητή, ο οποίος πρότεινε στην παρέα μας να πάμε σε ένα ζαχαροπλαστείο της Πόλης και να μας κεράσει καφέ. Πράγματι, πήγαμε και περάσαμε πολύ ωραία. Από κάποιες φράσεις μου, ο καθηγητής αυτός κατάλαβε ποιος είμαι. Τότε, έμελλε να αρχίσει αυτό που αποδείχτηκε ίσως η μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής μου. Οι φίλοι από την παρέα των Κρυπτοχριστιανών της Τουρκίας μίλησαν λίγο μεταξύ τους για ένα παράξενο θέμα που όμως ανασύρεται σήμερα από τα βάθη της ελληνικής ιστορίας: το θέμα του Μαρμαρωμένου Βασιλιά που θα λυτρώσει και θα ξαναδοξάσει την Πόλη και την Αγιά Σοφιά!

Η πρόταση που μου έγινε αυτή τη φορά ήταν ίσως η εντυπωσιακότερη απ’ όλες. Το ήθελε η μοίρα μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα να βιώσω μοναδικές στιγμές, που δεν τις ζει ο καθένας. Μου προτάθηκε να με πάνε σε μέρος μαγευτικό που βγαίνει μέσα από τους θρύλους για να δω… τον ίδιο τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά!!! Αυτό κι αν ήταν κάτι το σχεδόν απίστευτο και συγκινητικό. Έμεινα άφωνος, ήταν σίγουρα μία εμπειρία μοναδική, μία στιγμή ανεπανάληπτη. Κάτι που δεν το περίμενα ποτέ στη ζωή μου. Και τι δεν θα ’δινε κάποιος για να ζήσει τις μοναδικές αυτές στιγμές.

Η συμφωνία που κάναμε ήταν να με οδηγήσουν μέχρι το μέρος όπου βρισκόταν ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς κλείνοντάς μου τα μάτια με κορδέλα καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής. Ποιος ξέρει, ίσως δεν έπρεπε ακόμα να δω εγώ, ένας «αμύητος», τον δρόμο για το πού βρίσκεται ο ιερός αυτός τόπος. Τέλος πάντων, κάποτε φτάσαμε στο μέρος αυτό και μου αφαιρέθηκε η κορδέλα γύρω από τα μάτια. Από την ώρα που κάναμε με το αυτοκίνητο για να φτάσουμε μέχρι το σημείο αυτό κατάλαβα ότι ήταν κάπου στα περίχωρα της Πόλης. Ήταν ένα μέρος απόμερο, δασώδες, δίπλα στα βράχια. Τότε μπήκαμε σε κάτι σαν σπηλιά, έναν τόπο απόκοσμο, θαρρείς και έρχεται από το υπερπέραν.

Εκεί, μέσα στην αχλή του κρύου και του μυστηρίου, τον είδα!!! Είδα τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά. Ντυμένος με την αυτοκρατορική του στολή, ήταν σχεδόν όρθιος! Πανύψηλος, πιο ψηλός από εμένα, θαρρείς και ήταν έτοιμος να ξυπνήσει. Κάτι σαν λεπτή κουρτίνα ή σαν αόρατο γυαλί με χώριζε από τον Μαρμαρωμένο. Τον έβλεπα και ήταν σαν να μην είχε πεθάνει ποτέ. Δεν μπορώ να περιγράψω τα αισθήματα της συγκίνησης που ένιωσα. Θυμάμαι μόνο την φωνή του καθηγητή που μου είπε: «Πριν από πολλά χρόνια ο Μαρμαρωμένος ήταν εντελώς ξαπλωμένος. Ύστερα άρχισε σιγά-σιγά να σηκώνεται. Όσο πλησιάζει ο καιρός που θα ξυπνήσει, τόσο και πιο πολύ σηκώνεται. Τον είδα πρώτη φορά πριν από 34 χρόνια (1974). Τότε ήταν ακόμα σχεδόν ξαπλωμένος και τώρα βλέπετε ότι είναι σχεδόν όρθιος».

Αυτά άκουσα, είδα και έζησα στην Πόλη τον Αύγουστο του 2008. Έφυγα από την Βασιλεύουσα έχοντας μέσα μου ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια έντονη και μεγάλη συγκίνηση και η χαρά για τα όσα βίωσα. Από την άλλη η αγωνία και η ανησυχία, ίσως και ο φόβος για τα Μελλούμενα να συμβούν. Η Μεγάλη Στιγμή πλησιάζει…


Οι μαρτυρίες του Καθηγητή και του Στρατηγού

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

Η διήγηση που ακολουθεί περιγράφει την επίσκεψη ενός Καθηγητού του Πανεπιστημίου στην Κωνσταντινούπολη μέσα στη δεκαετία του 1970. Εκεί είχε φίλους δύο Τούρκους καθηγητές του Πανεπιστημίου της Κων/πολης. Σε συζήτηση που είχε μαζί τους για τα επερχόμενα ήρθε και το θέμα της επανάκτησης της Πόλης. Τότε οι Τούρκοι καθηγητές (που απ’ τη συνέχεια φαίνεται ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί) του είπαν: «Θέλεις να σε πάμε να δεις κάτι μοναδικό, με την προϋπόθεση ότι θα σου δέσουμε τα μάτια καθ’ όλη την διαδρομή, ώστε να μην μπορείς να εντοπίσεις το μέρος; Γιατί αυτό που θα αντικρύσεις, αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό»!

Εκείνος δέχτηκε και ξεκίνησαν με ένα τζίπ, αυτός με δεμένα τα μάτια, αλλά από την ώρα που έκαναν να φτάσουν στον προορισμό τους, υπολόγισε πως πρέπει να ήταν περί τα 10 χιλιόμετρα έξω απ’ την Κων/πολη. Τον κατέβασαν με δεμένα μάτια και τον οδήγησαν σε ένα μέρος που απ’ την υγρασία κατάλαβε ότι ήταν σπήλαιο.

Προχώρησαν αρκετά μέσα στο σπήλαιο και όταν έφθασαν σε μια εσωτερική στοά του σπηλαίου του άνοιξαν τα μάτια. Αυτό που αντίκρυσε υπερέβαινε ό,τι μπορούσε να είχε πριν φανταστεί! Η στοά ήταν αρκετά μεγάλη και σε κάποιο σημείο υπήρχε ένας ανοικτός τάφος χωρίς κανένα διακριτικό. Μέσα στον τάφο είδε έναν άνδρα ντυμένο με ρούχα βασιλικά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, διέκρινε δύο πορφυρούς σταυρούς στους ώμους, αλλά το συγκλονιστικό ήταν ότι ο άνδρας αυτός ήταν σαν ζωντανός που κοιμάται, είχε δηλαδή ροδαλό χρώμα σαν ζωντανός. Έφερε πλήρη πολεμική εξάρτιση της εποχής και είχε το χέρι του στο ξίφος το οποίο ήταν βγαλμένο σχεδόν όλο, απέμεναν δε λίγα εκατοστά για να αποσπαστεί από τη θήκη του. Και ενώ παρατηρούσε άναυδος, οι φίλοι του, τού είπαν:

«Αυτός είναι ο δούξ Ιωάννης Βατάτζης, βασιλεύς της Νίκαιας, αυτός θα ηγηθεί του γένους των Ρωμιών. Το μυστικό αυτό μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, σε κάποιους έμπιστους και η παράδοση λέει ότι όταν θα βγει το σπαθί του τελείως απ’ το θηκάρι, οι Έλληνες θα πάρουν πίσω ό,τι έχασαν τότε. Και είναι γεγονός, το έχουμε παρατηρήσει, ότι το ξίφος μετακινείται κατα ενα-δύο χιλιοστά την πενταετία» (δεν είναι βέβαιο το διάστημα).

Τού έδεσαν τα μάτια πάλι και επέστρεψαν. Φίλος φίλου του καθηγητού και αυτόπτου μάρτυρος, το έχει διηγηθεί γύρω στο 1992 απ’ ευθείας σε αδελφικό μου φίλο, γιατρό, αναπληρωτή διευθυντή κλινικής, πιστό και σοβαρό άνθρωπο, ο οποίος μου το μετέφερε.

Τότε ήμασταν πολύ δύσπιστοι. Μάλιστα εγώ το είπα στον γέροντά μου που είναι δυσκολόπιστος σ’ αυτά και έχει διάκριση και το άκουσε με προσοχή. «Γιατί όχι;», τον άκουσα έκπληκτος να μου λέει, «το κρατάμε στην καρδιά μας αφού είναι προσδοκία μας και εφ’ όσον οι άγιοι μάς έχουν πει ότι θα γίνουν αυτά, δεν ψεύδονται». «Ναι, αλλά είναι ο Βατάτζης ο αγαθός βασιλεύς και θα αναστηθεί;», τον ρώτησα. «Πολύ πιθανόν!», μου απήντησε. Ξέροντας τον γέροντά μου κι εγώ κι ο φίλος μου θεωρήσαμε την απάντησή του σαν απόλυτη επιβεβαίωση. Παρ’ όλα αυτά ήμασταν ακόμα επιφυλακτικοί.

Πολύ αργότερα το διασταυρώσαμε με ένα βίντεο όπου μιλάει ο γέρων Εφραίμ, κτήτωρ πολλών μοναστηριών στην Αμερική και λέει πως στο Άγ. Όρος είχε γνωρίσει έναν άγιο αρχιερέα, τον Μηλιτουπόλεως Ιερόθεο, που ζούσε τότε μονάζοντας στο Άγ. Όρος και του είχε διηγηθεί ότι σε επίσκεψή του το 1952 στην Κων/πολη είχε δει (κάτω από ποιές συνθήκες δεν ξέρω) ακριβώς τα ίδια που περιγράφω πιο πάνω. Μάλιστα έλεγε στον γ. Εφραίμ ότι «…λίγα εκατοστά παιδάκι μου είχε για να βγει το σπαθί απ’ το θηκάρι του…». Του το διηγήθηκε το 1955 και φοβόταν (με την εκδίωξη των Ελλήνων απ’ την Πόλη) μήπως είχε έρθει η ώρα του μεγάλου πολέμου. Στο βίντεο αυτό ο γέρων Εφραίμ τονίζει: «…και χείλη Αγίου Αρχιερερέως ού ψεύδονται…».

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΡΙΤΗ

Πριν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα από δεκαετία, (δεκαετία 1980) υπηρετούσαν, απ’ τη μια κι από την άλλη πλευρά του Έβρου, στα σύνορα, που διαιρούν τη Θράκη μας στα δύο, αντίστοιχα, Έλλην και Τούρκος στρατηγός. Οι δύο άνδρες είχαν συνδεθεί με στενή μεταξύ τους φιλία. Πολύ περισσότερο που ο Τούρκος στρατηγός είχε σύζυγο Ελληνίδα.

Όταν έφθασε ο καιρός να μετατεθούν για άλλη υπηρεσία, προσκάλεσε ο Τούρκος τον Έλληνα συνάδελφό του. «Τόσον καιρό», του είπε, «περάσαμε ανέφελα μαζί. Οι διαφορές που έχουν οι δύο χώρες μας, μεταξύ τους, δεν επηρέασαν τη φιλία μας. Αλλά κι εμείς οι Τούρκοι θεωρούμε τη φιλία ιερή. Θα ήθελα αύριο το βράδυ να σου το αποδείξω».

Την επόμενη, στις 10 ακριβώς, ο Έλλην επιβιβαζόταν στο ιδιωτικό αυτοκίνητο του Τούρκου. Νύχτα αφέγγαρη ήταν. Ερημικοί οι δρόμοι. Ανοιχτή κι η λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας προς την Πόλη. Κοντά μεσάνυχτα πρέπει να πλησίασαν στις παρυφές της, ύπνος βαθύς είχε καθηλώσει στα κρεβάτια τους κατοίκους της. Ησυχία στους δρόμους.

Γρήγορος, ο οδηγός Τούρκος, μπήκε, βγήκε από στενά, από περιπεπλεγμένα σαν κουβάρι καλντερίμια. Νύχτα αφέγγαρη. Έσβησε τη μηχανή, σταμάτησε μπροστά σε καγκελόπορτα με γραφές στα Ελληνικά. Ο γοργός ρυθμός, η αγωνία, η περιέργεια, δεν άφηναν στον Έλληνα περιθώρια να ψάξει, ούτε καν να προβληματισθεί. Ακολουθούσε τον Τούρκο πειθήνια, σαν αυτόματο, χωρίς φόβο, με περίσσια εμπιστοσύνη. Ούτε καν που του πέρασε απ’ το μυαλό, πως μπορούσαν να ’ναι και κακές οι προθέσεις του.

Στάθηκαν μπροστά σε διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. Έβγαλε κλειδί απ’ την τσέπη του ο Τούρκος. Ξεκλείδωσε. Άνοιξε. Υπόγειο ήταν. Μούχλα ανέδιναν οι τοίχοι. Μούχλα και κλεισούρα. Λησμονιά, καταχωνιασμένη στα έγκατα της γης. Περπάτησαν κι οι δύο, σε διαδρόμους, χωρίς να σκοντάφτουν. Τους βάραινε η σιωπή, η αναμονή. Πού πήγαιναν, έτσι στα τυφλά; Που κατευθύνονταν; Ανάστροφα στο χρόνο. Σε ποιον χρόνο; Τον ανθρώπινο ή τον Θεϊκό;

Ο Τούρκος ήξερε. Αλλά δεν ήξερε ακόμη ο Έλληνας. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την περιπλάνηση. Μα ούτε και πρόφταινε να προβληματιστεί. Ακολουθούσε. Με την βεβαιότητα, πως η στιγμή ήταν μοναδική. Πως δεν θα ’χε την ευκαιρία, ποτέ ξανά, να την ξαναζήσει. Ακολουθούσε. Ονειρευόταν άραγε; Υπνοβατούσε; Φτερωμένη η φαντασία του, ανάπλαθε μονοπάτια, που μόνο σε ελαφρύ ύπνο βαδίζει κανείς. Ένα ήταν σίγουρο: Δεν θα ξανάβρισκε ποτέ τον δρόμο. Δεν θα τον ξανάβρισκε χωρίς οδηγό.

Είχαν φτάσει στο τέρμα. Θύρα και πάλι αρματωμένη μπροστά τους. Βαριά σιωπή. Η σιγή της ύστατης ώρας. Που ήρθε να διακόψει μόνο το τρίξιμο της κλειδαριάς. Το γκρίνιασμα του σκουριασμένου σίδερου. Μισάνοιξε η βαριά θύρα. Ισχνό φως στο εσωτερικό. Υπερκόσμιο. Μυστηριακό. Υπόγειο; Μπουντρούμι; Κενοτάφιο;

Και τότε, τότε μόνον μίλησε ο Τούρκος: «Εσείς οι Έλληνες δεν πιστεύετε στον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά; Δεν λέτε και ξαναλέτε μεταξύ σας, πως βόλι εχθρού δεν τον άγγιξε; Πως δεν τον κατάπιε το μανιασμένο πλήθος των πορθητών της Πόλης; Αλλά πως τον τράβηξε η Παναγιά στην αγκαλιά της, για να τον κάνει Αθάνατο. Δεν είστε βέβαιοι πως ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ; Δεν είναι θρύλος. Ψεύτικη ελπίδα. Ονειροφαντασία. Είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες και μόνος σου».

Στο πάτωμα, μισοανασηκωμένο στον ένα αγκώνα ο Έλληνας είδε, είδε με τα μάτια του, τον ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ. Ρίγος μεταφυσικό τον διαπέρασε. Θόλωσαν απ’ τα δάκρυα τα μάτια του. Θαμπώθηκε η όραση του. Έκανε το σταυρό του. Μπροστά του, εκεί, σε απόσταση ανάσας, το ΘΑΥΜΑ. Κι ήταν αυτός, ο τυχερός, που είχε αξιωθεί να το ζήσει με τις αισθήσεις του. Σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.

Πηχτή η σιωπή, σχεδόν, κοβόταν με το μαχαίρι. Μίλησε και πάλι ο Τούρκος: «Πριν μερικά χρόνια κειτόταν στο έδαφος ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τον τελευταίο καιρό άρχισε σιγά-σιγά ν’ ανασηκώνεται. Πάμε».

Ξανάκλεισαν τη θύρα. Την ξανακλείδωσαν. Αντίστροφα βγήκαν μέχρι την αυλή απ’ τα υπόγεια. Ξαναπέρασαν την καγκελένια πόρτα. Δεν άφησαν πίσω ίχνη απ’ τις πατημασιές τους. Κανείς δεν τους είχε δει. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Σιωπηλοί. Χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα.

Δεν είχε ακόμη ξημερώσει σαν έφτασαν στον Έβρο. Προτού αποχωρισθούν, φιλήθηκαν σταυρωτά. Το ποτάμι κυλούσε ορμητικά προς το Αιγαίο. «Γυρίζει πίσω το ποτάμι», μονολόγησε ο Έλλην στρατηγός. «Γυρίζει όταν το θελήσει ο Θεός».

Υπηρέτησε αργότερα στο Κέντρο. Προτού αποστρατευθεί θεώρησε υποχρέωση του ν’ αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό στην προσωπικότητα που μας το εμπιστεύθηκε, κατονομάζοντας και τον στρατηγό, κάτω από το βλέμμα του Θεού και της Παναγιάς. Κάναμε και μεις το σταυρό μας μουρμουρίζοντας: Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΑΛΩ»!

Ο Στρατηγός αναφέρεται πως κοιμήθηκε το 2001 και τη μαρτυρία επιβεβαίωσε η αδελφή του Ελένη, η οποία ανέφερε επιπρόσθετα πως ο αδερφός της είχε δει και μια επιγραφή πάνω από το κεφάλι του Μαρμαρωμένου Βασιλέα, που έγραφε το όνομα «Ιωάννης»!

260 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


Commenting has been turned off.
bottom of page