11.1.2021
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Αναμφίβολα, η 30ετής περίοδος 1991-2021, η οποία ξεκίνησε αμέσως μετά το πέρας της ψυχροπολεμικής περιόδου (1945-1991) και απέληξε στη Νέα υδροχοϊκή Εποχή της μετα-νεωτερικής πανούκλας του κορονοϊού/Covid-19 (τέλη 2019, Ουχάν Κίνας-αρχές 2021, επιχείρηση “Ελευθερία” μαζικού εμβολιασμού της ανθρωπότητας), αποτελεί μία έντονη και, εν πολλοίς, επίπονη ιστορική μετάβαση. Τούτο, διότι στη διάρκεια αυτών των τριάντα περίπου ετών οι καθεστηκυίες αξίες αιώνων του ανθρώπου γνώρισαν μία πρωτόφαντη ανατροπή, αντικαθιστάμενες σχεδόν εξ' ολοκλήρου από το πρόταγμα μίας ασύλληπτης έως πρόσφατα τεχνολογικής επανάστασης της κυβερνητικής επιστήμης και των νανοτεχνικών μεθόδων. Ολόκληρο το πλέγμα του σύγχρονού μας πολιτισμού υπέστη μία έντονη μετάλλαξή του: καθημερινές μας συνήθειες, εργασιακή πραγματικότητα, τέχνες και γράμματα, ακόμη και ο εσωτερικός μας κόσμος... όλα τα προηγούμενα δεν είναι πια τα ίδια με πριν, κι όλα αυτά έλαβαν σάρκα και οστά σε μία αδιανόητη σχεδόν πλανητική κλίμακα.
Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εντός του κλίματος νεοφιλελεύθερης ευφορίας των καιρών εκείνων, που ένας διάσημος πολιτικός επιστήμονας, ονόματι Francis Fukuyama, έκανε λόγο για το περίφημο “τέλος της ιστορίας”: η πτώση του σοβιετικού μπλοκ δυνάμεων σήμαινε αυτομάτως -κατά τον συγγραφέα του ομώνυμου έργου “Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος”- την απαρχή μίας αέναης εποχής επικράτησης των ιδεών της ελεύθερης αγοράς και, κατ' ουσίαν, ισοπέδωσης των παραδοσιακών αξιών που εμπεριέχονται στο γνωστό τρίπτυχο “Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια”. Τίποτε το συναρπαστικό δεν θα έπρεπε να αναμένεται, πλέον, τούδε και στο εξής για το μέλλον, εφ' όσον η νίκη/επικράτηση του δυτικού τότε “ελεύθερου κόσμου” επί της ανελεύθερης ολοκληρωτικής Σοβιετίας σήμαινε αυτομάτως την ανάδυση μίας Παγκόσμιας Τάξης, η οποία θα ρύθμιζε πια κατά τρόπο μηχανικό πράγματα και καταστάσεις ανά την υφήλιο. Στο μεταίχμιο της δραματικής αλλαγής του 1990-1991, με το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου στα τέλη του '89 και τον συνακόλουθο όλεθρο του ανατολικού συνασπισμού, ο πόλεμος του Κόλπου αφορούσε, κατά τον “πλανητάρχη” πατέρα George H. W. Bush, “περισσότερα από μία μικρή χώρα. Είναι μία μεγάλη ιδέα, μία νέα τάξη πραγμάτων”...
Όλα αυτά πολύ σύντομα διαψεύστηκαν, με τρόπο δραματικό. Το στρατήγημα του “τέλους της ιστορίας”, το αποσκοπόν στην εγκαθίδρυση μίας “Pax Romana” του 21ου αιώνα, δέχθηκε τον πρώτο σοβαρό κλονισμό του με τα γεγονότα της Γιουγκοσλαβίας, δικαιώνοντας κατ' αυτό τον τρόπο τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, που πάνω από 200 χρόνια πριν είχε σαφώς προβλέψει, πως “Ἡ αἰτία τοῦ γενικοῦ πολέμου θὰ εἶνε ἀπὸ τὴ Δαλματία” [σημ.: σημερινή Κροατία-πρώην Γιουγκοσλαβία]. Πράγματι, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία ή ως κακό συλλογικό όνειρο του ανθρώπινου γένους, οι γιουγκοσλαβικές εξελίξεις -με τον εμφύλιο πόλεμο της περιόδου 1992-1995 και την επιδρομή του ΝΑΤΟ επί της Σερβίας την άνοιξη του 1999- οδήγησαν σε έναν σπονδυλωτό πλανητικό πόλεμο, πρελούδιο του Γ΄ παγκοσμίου πολέμου: η οικουμένη εισήλθε σε μία περίοδο απροσδιοριστίας, στην “εποχή του αναπάντεχου”, όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκαν τα χρόνια που σημαδεύθηκαν από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ, το οικονομικό κραχ του 2008, τη μαζική απόπειρα εξισλαμισμού της Δύσης διά των λαθρομεταναστευτικών ροών και, τέλος, την πανδημική κρίση του νέου θανατηφόρου ιού.
Στην Ελλάδα, ειδικότερα, η ως άνω χρονική συγκυρία είχε έντονα τραγική χροιά. Η μεγάλη αλλαγή του 1990-1991 συνέπεσε στη χώρα με την πτώση του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ της πρώτης κυβερνητικής περιόδου (1981-1989) και την άνοδο στην εξουσία μίας νεοφιλελεύθερης κάστας, υπό τον Μητσοτάκη-πατέρα, η οποία προσπάθησε να διορθώσει τα κακώς κείμενα του σοσιαλ-κρατισμού της μεταπολιτευτικής περιόδου -και ειδικά του σοβιετικού τύπου πασοκισμού των 80's- μέσω μίας οικονομικής εξυγίανσης θατσερικού τύπου. Το σχέδιο εκείνο απέτυχε παταγωδώς, και η βασικότερη ίσως αιτία υπήρξε η βαλκανική θύελλα που ξέσπασε με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η έκρηξη του νεώτερου Μακεδονικού ζητήματος. Η Ελλάδα βρέθηκε στην καρδιά των φοβερών και τρομερών συμβάντων, φανερώνοντας για πολλοστή φορά στην ιστορία ότι η Μακεδονία αποτελεί το διαχρονικό κέντρο βάρος του ελληνισμού.
Έκτοτε, είχαμε δύο παράλληλες κινήσεις: την ανάδειξη του ελληνικού εθνικισμού-πατριωτισμού μέσω της κίνησης Σαμαρά να ανατρέψει την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και την εμφάνιση μίας δυναμικού χαρακτήρα ορθόδοξης Εκκλησίας υπό την ηγεσία του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου. Τα δύο αυτά σημεία θα πρέπει να ιδωθούν συζευκτικά, ως προάγγελος των όσων ρηξικέλευθων επακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, δηλαδή ως σύγκρουση της πατροπαράδοτης Ελληνορθοδοξίας του λαού μας με τις δυνάμεις της Νέας Εποχής της παγκοσμιοποίησης. Υπήρξε, με δυο λόγια, αμέσως μετά τη λήξη του Ψυχρού πολέμου και την έναρξη του προγράμματος της Παγκόσμιας Τάξης, μία φυσική -θα μπορούσε να πει κανείς- αντίδραση της ψυχής των Ελλήνων σ' αυτό που συχνά περιγράφεται ως κατάργηση των ηθών κι εθίμων των προγόνων μας και απορρόφηση του ελληνικού γένους από τον πολυπολιτισμικό πολτό των νέων πλανητικών δεδομένων.
Σε πολιτικό και εκκλησιαστικό, λοιπόν, επίπεδο είχαμε την εκδήλωση μίας ελληνικού ύφους “ελληνορθόδοξης αντίστασης” στο νέο διεθνικό και πανθρησκειακό περιβάλλον, ως σπασμός ζωτικότητας ολίγο προ του επιθανάτιου ρόγχου του έθνους. Ο Αντώνης Σαμαράς, με την Υπέρβαση της Πολιτικής Άνοιξης, και ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος που διαδέχθηκε τον μακαριστό Σεραφείμ, μετά την κοίμηση του τελευταίου την άνοιξη του 1998, σηματοδότησαν κατά τα μεταβατικά εκείνα χρόνια την ενεργή ελπίδα, ότι ο ελληνισμός θα παραμείνει ζωντανός και κατά τον 21ο αιώνα.
Η κατάληξη ήταν, νομοτελειακά ίσως, δραματική. Ο Σαμαράς απεδείχθη πατριδοκάπηλος “Μακεδονομάχος”, που απλώς χρησιμοποίησε το εθνικό θέμα ως όχημα πολιτικής του ανέλιξης· το εγχείρημα της Άνοιξης γρήγορα εκφυλίστηκε και ο άλλοτε διαπρύσιος κήρυκας του “καινούριου” στην πολιτική ζωή του τόπου κατήντησε επαίτης επιστροφής του στη μητέρα-παράταξη της Νέας Δημοκρατίας. Η διετής πρωθυπουργία του, μετά του Ευάγγελου Βενιζέλου, το 2012-2014, απετέλεσε την απόλυτη κυβερνητική του αποτυχία, πλήρως εκφυλιστική του πατριωτισμού των Ελλήνων, πόσο μάλλον όταν ταυτόχρονα είχαμε το φαινόμενο των νεοναζί σατανο-παγανιστών της Χρυσής Αυγής, να ασχημονούν εντός και εκτός της Βουλής των Ελλήνων. Από την άλλη, ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος θα μείνει εν τέλει στην ιστορία όχι ως ο Αρχιεπίσκοπος-Κεραυνός, όπως ήλπιζαν αρχικά οι Ελληνόψυχοι, αλλά ως “αρχιεπίσκοπος-πετεινός”, τρομοκρατημένος από τον εναντίον του αμείλικτο πόλεμο του κατεστημένου: περί τα μέσα του 2007 δηλητηριάστηκε με δίδυμο καρκίνο, για να πεθάνει μαρτυρικά στις 28 Ιανουαρίου του 2008. Η διπλή ελληνική αντι-Νέα Τάξη Πραγμάτων ηττήθηκε σε κάθε πεδίο.
Αναλυτικότερα, η διάσταση που εκδηλώθηκε ανάμεσα στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον νεαρό υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά, κατά τους πρώτους μήνες του 1992, είχε ως επακόλουθο την απόσχιση του τελευταίου από τη μεγάλη παράταξη της Νέας Δημοκρατίας και την εκ μέρους του ανατροπή της ενδοτικής μητσοτακικής κυβέρνησης (Σεπτέμβριος 1993). Ο Σαμαράς ίδρυσε νέο πολιτικό κόμμα, την Πολιτική Άνοιξη, εμπνεόμενος για την ονομασία του από τον νομπελίστα ποιητή μας, Οδυσσέα Ελύτη, με βασικό μοχλό κίνησης την ιερή υπόθεση της Μακεδονίας και έχοντας ως τελικό σκοπό τη θανάτωση του σάπιου πολιτικάντικου καθεστώτος και τη δημιουργία μίας νέας, ελληνοπρεπούς πολιτικής τάξης.
Επρόκειτο για σημαντική ρήξη, με τα δεδομένα της εποχής. Ο Σαμαράς είχε την τύχη να πλαισιωθεί από σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο αείμνηστος καθηγητής Στέφανος Στεφανόπουλος -εκλεγείς για πρώτη φορά βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία το 1974 σε ηλικία 28 ετών και ανιψιός του συνωνύμου και συνεπωνύμου του πρώην πρωθυπουργού της χώρας (1965-1966) και επικεφαλής της Εθνικής Παράταξης του 7% των εκλογών του 1977, Στ. Στεφανόπουλου-, ο αξιόλογος διπλωμάτης πρέσβης Μανώλης Καλαμίδας, που δυστυχώς απεβίωσε σε νεανική ηλικία (48 ετών) από την αποκαλούμενη “επάρατη νόσο”, και ασφαλώς ο αξέχαστος στοχαστής, προερχόμενος από την Αριστερά, Ανδρέας Λεντάκης, εκ των απειροελαχίστων που έκαναν πραγματική αντίσταση εναντίον της χουντικής Επανάστασης της 21ης Απριλίου 1967. Κατά συνέπεια, η Πολιτική Άνοιξη διέθετε τον απαραίτητο ζωτικό χώρο -λόγω και της υποβόσκουσας, ήδη από τότε, παρακμής των κομμάτων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ-, προκειμένου να μακροημερεύσει, ακόμη και να κυβερνήσει τη χώρα!
Αν και το πολωτικό προεκλογικό κλίμα των πρόωρων εθνικών εκλογών της 10ης Οκτωβρίου 1993 -ως η τελευταία “παρτίδα” της ιστορίας ανάμεσα στους Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και Ανδρέα Παπανδρέου- δεν επέτρεπε μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας, εν τούτοις το νεοσύστατο κόμμα της Άνοιξης κατόρθωσε μία αξιοπρόσεκτη επιτυχία: κατέλαβε την τρίτη θέση, με ποσοστό 5% επί των ψήφων και 10 κοινοβουλευτικές έδρες (με το τότε ισχύον, διπολικού χαρακτήρα, εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής). Καθόλου άσχημα, αν αναλογισθεί κανείς ότι επρόκειτο για κομματικό σχηματισμό ολίγων, ουσιαστικά, μόλις εβδομάδων, ενώ την ίδια στιγμή γνώρισε μία βίαιη στην κυριολεξία αντιμετώπιση από πλευράς της απερχόμενης νεοδημοκρατικής κυβέρνησης.
Η Άνοιξη ακολούθησε μία (σύντομη, όπως αποδείχθηκε) ανοδική πορεία, αφού στις ευρωεκλογές που ακολούθησαν, τον Ιούνιο του 1994, διπλασίασε το ποσοστό της, λαμβάνοντας κοντά στο 9% των ψήφων. Έκτοτε, όμως, ο ρόλος της στο πολιτικό σύστημα ατόνησε: στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του φθινοπώρου του ιδίου έτους καταποντίστηκε, ενώ η πρότασή της για προεδροποίηση του πρώην μεγαλοστελέχους της Νέας Δημοκρατίας και, μετά τη σύγκρουσή του με τον Μητσοτάκη το 1985, ιδρυτή του κόμματος της Δημοκρατικής Ανανέωσης, Κωστή Στεφανόπουλου ερμηνεύθηκε από τη Δεξιά και τους ψηφοφόρους της ως συμπαιγνία με το κυβερνών ΠΑΣΟΚ (το οποίο απεδέχθη την πρόταση Σαμαρά για Κ. Στεφανόπουλο στην προεδρία της Δημοκρατίας). Αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε η μη είσοδός της στο κοινοβούλιο που προέκυψε από τις -πρόωρες επίσης- βουλευτικές εκλογές του 1996, για ελάχιστες ψήφους. Την ώρα που στην κάλπη θριάμβευε ο σημιτικός Εκσυγχρονισμός της μετά Ανδρέα Παπανδρέου εποχής, η σαμαρική Υπέρβαση έπνεε τα λοίσθια.
Με βασανιστικά αργό τρόπο, η Άνοιξη οδηγήθηκε σταθερά στην παρακμή και το τέλος της, ειδικά μετά τη συντριβή που υπέστη στις ευρωεκλογές του 1999. Από εκεί και μετά, ο Σαμαράς προσανατολίστηκε σε τροχιά επαναπροσέγγισής του με τη Νέα Δημοκρατία, με τις γενικότερες συνθήκες να τον ευνοούν, από την ώρα που νέος ηγέτης της τελευταίας εξελέγη ο νεαρός και ταλαντούχος Κώστας Καραμανλής, ανιψιός του ιδρυτή της παράταξης. Αποτελεί, δε, ιστορική ειρωνεία το γεγονός, ότι τον Καραμανλή διαδέχθηκε χρόνια μετά στην προεδρία της Νέας Δημοκρατίας ο... Αντώνης Σαμαράς. Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, γνώρισε μία δεκαετή εξορία του από την κεντρική πολιτική σκηνή, κάτι που ενδεχομένως να τον ωφέλησε όταν τελικά στα τέλη του 2009 διεκδίκησε ως “άφθαρτος” την ηγεσία της παράταξης.
Συνοπτικά, ο Σαμαράς μπορεί μεν, τελικώς, να ακολούθησε μία επί το χείρον πολιτική διαδρομή, με αποκορύφωμα του κακού τη συγκυβέρνησή του με το ΠΑΣΟΚ τη διετία 2012-2014, όμως το πρόβλημα των Σκοπίων της δεκαετίας του 1990 αναγέννησε τον έως τότε κοιμώμενο ελληνικό πατριωτισμό. Κι ενώ στη δεκαετία του 1980 κανένας πατριωτικός ή εθνικός πολιτικός φορέας δεν υπήρχε αυτόνομα εντός της ελληνικής Βουλής (η φιλόδοξη Εθνική Παράταξη αυτοδιαλύθηκε το 1981, συγχωνευόμενη με τη Νέα Δημοκρατία), μετά την Πολιτική Άνοιξη ο σπόρος που έπεσε γονιμοποιήθηκε: αν και στη δεκαετία του 1980 ο λεγόμενος “πατριωτικός χώρος” εκινείτο σε εκλογικά ποσοστά του 1% και κάτω -με πολιτικά απολιθώματα του τύπου Κόμματος Προοδευτικών του Μαρκεζίνη ή φαιδρότητες όπως η παπαδοπουλική ΕΠΕΝ-, μετά τις εκλογές του 1993, και κυρίως μετά το 2000, ο χώρος αυτός γνώρισε μία άνευ προηγουμένου άνθηση. Π.χ. στις διπλές εκλογές του 2012 κόμματα που δήλωναν πατριωτικά ή εθνικιστικά έλαβαν αθροιστικά πάνω από το 20% -τον Μάιο- και πάνω από το 16% στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου. Στις εκλογές του 2019 -ευρωπαϊκές και εθνικές- εκφραστής των ελληνικών πατριωτικών ιδανικών υπήρξε η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, αποσπώντας το 4% των ψήφων.
Περνώντας στο εκκλησιαστικό φάσμα, που στην ελληνική ιδιαιτερότητα συνυπάρχει με το πολιτικό σύστημα τουλάχιστον από την εποχή της βυζαντινής συναλληλίας του μεσαίωνα, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι βάσεις για τη γένεση του χριστιανορθόδοξου αντίπαλου δέους στο διεφθαρμένο και εξωνημένο μεταπολιτευτικό καθεστώς τέθηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, όταν το πανίσχυρο τότε ΠΑΣΟΚ αποπειράθηκε να θίξει το ελληνορθόδοξο φρόνημα του συνθήματος “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών”. Νομοθετήματα όπως περί αυτομάτου διαζυγίου, αποποινικοποίησης της μοιχείας, νομιμοποίησης των εκτρώσεων και, κυρίως, η προσπάθεια επιβολής ηλεκτρονικής ταυτότητας με τον αριθμό 666 του Θηρίου της Αποκάλυψης δημιούργησαν συνθήκες αναβρασμού στους κληρικούς και τους πιστούς. Κορύφωση, βέβαια, υπήρξε η προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να βάλει χέρι στην περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος (“νόμος Τρίτση”, του 1987). Η σύρραξη Κράτους-Εκκλησίας ήταν εν όψει.
Παρά την εκτόνωση εκείνης της έντασης, διά των αμοιβαίων συμβιβασμών πρωθυπουργού Παπανδρέου και αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, το πολιτικο-θρησκευτικό καζάνι εξακολουθούσε να κοχλάζει. Ήταν, δε, ηλίου φαεινότερον, πως όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν θα οδηγούμασταν μοιραία στη σύρραξη. Αυτό συνέβη, πράγματι, μετά την κοίμηση του Σεραφείμ και την εκλογή του χαρισματικού Χριστόδουλου στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Η όξυνση των πραγμάτων ήταν πλέον μονόδρομος· στη διακυβέρνηση Σημίτη, την τόσο εχθρική απέναντι στην Ορθοδοξία, αντιτάχθηκε η μαχόμενη Εκκλησία, με εμβληματική τη μορφή του νέου αρχιεπισκόπου. Το βαθύ ρήγμα που άνοιξε δεν θ' αργούσε να εκδηλωθεί.
Όντως, με την είσοδο στη νέα χιλιετία, εν έτει 2000, το ελληνορθόδοξο ηφαίστειο εξερράγη. Αφορμή βρέθηκε, και αυτή ήταν η απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη να απαλείψει την αναγραφή του θρησκεύματος από τα δελτία ταυτότητας των Ελλήνων πολιτών. Τότε, η Εκκλησία της Ελλάδος, με πρωτοστάτη τον Χριστόδουλο, σήκωσε το μπαϊράκι της επανάστασης· σε ένα τεράστιο σε όγκο συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος των Αθηνών, ο αρχιεπίσκοπος ύψωσε το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, το άρτι αφιχθέν στην πρωτεύουσα από την ομώνυμη μονή των Καλαβρύτων. Ο συμβολισμός ήταν φανερός: όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, με την ίδια σημαία στα χέρια, ευλόγησε την εθνεγερσία του 1821, έτσι και ο Χριστόδουλος κήρυσσε τον πόλεμο στην αντιχριστιανική νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Από τη σφοδρότατη αναμέτρηση που ακολούθησε νικητής αναδείχθηκε ο Κώστας Σημίτης. Παρά την υποστήριξη εκατομμυρίων πολιτών, που συνυπέγραψαν την πρωτοβουλία Χριστόδουλου για τη διενέργεια δημοψηφίσματος σχετικά με το θέμα των ταυτοτήτων, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βρήκε έναν απρόσμενο σύμμαχο στο πρόσωπο του προέδρου της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλου. Ο τότε ανώτατος άρχων απέρριψε το αίτημα για δημοψήφισμα, κι έτσι το θρήσκευμα αφαιρέθηκε από τα νέα δελτία ταυτότητας. Ήταν μία ήττα κομβικής σημασίας για τον Χριστόδουλο, του οποίου η ισχύς άρχισε πια να εξανεμίζεται.
Η καθίζηση του αρχιεπισκόπου ήταν αργόσυρτη και, ως εκ τούτου, μαρτυρική. Ο Χριστόδουλος υποδέχθηκε στην Ελλάδα, για πρώτη φορά μετά από δέκα αιώνες, τον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β΄, στρέφοντας εναντίον του τους φανατικούς χριστιανικούς κύκλους των εν Ελλάδι Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (Γ.Ο.Χ.) ή “παλαιοημερολογιτών”. Επίσης, η άνοδος του Κώστα Καραμανλή στην εξουσία, σε συνάρτηση με τη φιλόδοξη εμφάνιση του κόμματος του ΛΑΟΣ, υπό τον Γιώργο Καρατζαφέρη, πετσόκοψαν οριστικά τα όποια όνειρα (μπορεί να) υπήρχαν για ένα “Κόμμα της Εκκλησίας”, με ηγεμονικό ρόλο στα μελλοντικά ελληνικά πράγματα. Και, τέλος, ο εναντίον του Χριστόδουλου παρασκηνιακός πόλεμος εντάθηκε στον υπερθετικό βαθμό, καθιστώντας το μέλλον του τελείως άδηλο...
Ειδικά για τον πόλεμο των παρασκηνίων κατά της Εκκλησίας, αυτός θα πρέπει να βλέπεται μέσα από το πρίσμα και των ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων της εποχής. Περί τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η αντίχριστη εκστρατεία εκδηλώθηκε σε διάφορα μέτωπα. Σαν σε παιχνίδι σκακιού, βασικά πιόνια της Ορθοδοξίας άρχισαν να πέφτουν το ένα μετά το άλλο: μετά τον “παράξενο” θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρου Ζ΄ (Σεπτέμβριος 2004), σ' εκείνο το τραγικό δυστύχημα με το ελικόπτερο έξω από το Άγιο Όρος, ήρθε η καθαίρεση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ειρηναίου Α΄, καθώς και η απόπειρα απομάκρυνσης του Χριστόδουλου από τον αρχιεπισκοπικό θώκο (αμφότερα, την άνοιξη του 2005). Οι μέρες του Χριστόδουλου ήταν πλέον μετρημένες.
Το τέλος ήταν επίσης βραδύ, ανυπόφορο... Η διάγνωση του (διπλού) καρκίνου και η αποτυχημένη θεραπεία έφεραν το αδιέξοδο. Ο θάνατος επήλθε έπειτα από φρικτούς πόνους μηνών και ο Χριστόδουλος πέρασε στην ιστορία. Με τη διαδοχή του από τον Ιερώνυμο Β΄ ξεκινούσε μία πραγματικά “νέα εποχή” στα εκκλησιαστικά δρώμενα, η οποία συνέπεσε με την ελληνική κρίση χρέους του 2009-2010 και τα Μνημόνια, την αθρόα λαθρομετανάστευση ασιατικών και αφρικανικών πληθυσμών -μουσουλμανικού θρησκεύματος στο σύνολό τους- στον ελλαδικό χώρο, τα νομοθετήματα της περιόδου 2015-2019 του ΣΥΡΙΖΑ που κονιορτοποίησαν την ελληνορθόδοξη κοσμοθεωρία, την προδοσία της Μακεδονίας από τον Αλέξη Τσίπρα και, ως τελειωτικό χτύπημα, την κατάργηση των εθνικών και θρησκευτικών εορτών των Ελλήνων με το πρόσχημα του κορονοϊού.
Η επίπονη μεταβατική τριακονταετία 1991-2021 θα χαρακτηριστεί, αναπόφευκτα, από τον ιστορικό του μέλλοντος ως το “πέρασμα στη Νέα Εποχή”. Ο κόσμος, στη διάρκεια αυτών των δεκαετιών, γνώρισε πρωτόγνωρες μεταβολές, με μία ταχύτητα πρωτοφανή για τα δεδομένα της ανθρώπινης φύσης. Για την Ελλάδα αυτά τα χρόνια σήμαναν το -οριστικό ή όχι, θα δείξουν τα επερχόμενα γεγονότα...- τέλος της ελληνορθόδοξης ταυτότητας των Ελλήνων, με την κοινωνική, θεολογική, εθνική, ψυχολογική, ακόμη και βιολογική αλλοίωση που υπέστησαν από τις δυνάμεις της οικουμενιστικής Παγκόσμιας Τάξης. Υπό αυτή την οπτική γωνία, ο αγώνας των εθνοθρησκευτικών φορέων και των προσώπων που τους απάρτιζαν, κατά την περίοδο αυτή, δύναται να αποδειχθεί το κύκνειο άσμα του ελληνικού πνεύματος και αίματος. Σήμερα, η επιβίωση προβάλλει ως το μοναδικό εφικτό μέλλον. Για να νεκραναστηθεί, ο ελληνισμός δεν προσμένει παρά (ξανά) ένα Θαύμα.
(*) Εισαγωγή στο βιβλίο “Πολιτικές και εκκλησιαστικές αναμνήσεις (1991-2021)” του Αντώνη Δ. Αθανασόπουλου των εκδόσεων ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΟΔΟΣ.
Comments